του Θ.Γιαλκετση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε ο μεγάλος κριτικός Τζορτζ Στάινερ, σε εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του σε πανεπιστήμιο της Ρώμης.
Τι μπορούμε να πούμε σήμερα στους φοιτητές μας, στους νέους μας; Οι καλές συμβουλές είναι αυθαίρετες, οι κακές συμβουλές είναι οι πιο σημαντικές. Ποιες είναι λοιπόν οι κακές συμβουλές που μπορούμε να δώσουμε;
Πρώτη συμβουλή: μη διαπραγματεύεστε τα πάθη σας. Υπάρχουν άντρες και γυναίκες που λένε: «Θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου σε μια μελέτη πάρα πολύ εξειδικευμένη, ακατανόητη από τους περισσότερους, χωρίς καμία πραγματιστική ή πρακτική ωφελιμότητα», για παράδειγμα στη μελέτη ενός χειρογράφου του δέκατου αιώνα ή στην κινεζική κεραμική της δυναστείας Σουνγκ. Ο κόσμος είναι γεμάτος εξαθλίωση και πείνα, ανάγες και φρίκη, και σίγουρα μια τέτοια πρόθεση μπορεί να φανεί αστήρικτη τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική και πολιτική άποψη. Ωστόσο, εγώ λέω: Δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε ένα πάθος. Γιατί, αν αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε, χανόμαστε μέσα στον συμβιβασμό, καταλήγουμε στην επαιτεία. Το να έχει κανείς μια κλίση, ένα πάθος, είναι μια ευτυχία επικίνδυνη αλλά απέραντη. Είναι η πιο μεγάλη τύχη που μπορεί να έχει στον κόσμο. Ο μεγάλος καλλιτέχνης, ο μεγάλος αθλητής, ακόμα και εμείς που δεν είμαστε καλλιτέχνες, γνωρίζουμε αυτή τη δίψα για το απόλυτο, τη δίψα που μας κατατρώει. Γι' αυτό η πρώτη συμβουλή είναι: Ζήστε τα πάθη σας.
Δεύτερη συμβουλή: Να έχετε επίγνωση της πολιτικής και κοινωνικής αδυναμίας αυτού του πάθους. Ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει το γιατί η Ευρώπη, η δική μας Ευρώπη, υπήρξε η εστία της τελευταίας βαρβαρότητας. Τα στρατόπεδα του θανάτου δεν είναι στην έρημο της Γκόμπι, είναι στην Ευρώπη, είναι στη χώρα του Γκέτε, του Καντ και του Μπετόβεν και της πιο υψηλής ηθικής σκέψης που υπάρχει και που είναι ακριβώς εκείνη του Καντ. Εμείς δεν κατανοούμε ποιο ήταν το αληθινό διακύβευμα αυτής της καταστροφής. Οι λαοί δεν μας προστάτεψαν. Αντίθετα, μερικές φορές συμμάχησαν με τη βαρβαρότητα. Υπάρχει μια υψηλή κουλτούρα ακόμα και του απάνθρωπου. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος υπήρξε θύμα της απανθρωπιάς, έχει πει: «Κάθε μεγάλο μνημείο μιας κουλτούρας έχει μια πρόθεση βαρβαρότητας». Είναι τρομερό και ελπίζω να μην έχει δίκιο. Αλλά, όταν σηκωνόμαστε το πρωί για να ασκήσουμε το επάγγελμα του καθηγητή, οφείλουμε να θέτουμε ένα ερώτημα που μπορεί να φανεί αφελές: γιατί δεν υπερασπιστήκαμε καλύτερα τις ανθρώπινες αξίες;
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Κανείς μας δεν γνωρίζει τη συνταγή για να διδάσκει, για να διδάσκει καλά. Είναι πιθανό ακόμα και η αγάπη για την ποίηση να έχει κάτι το απάνθρωπο, ακόμα και στο κέντρο αυτού του πάθους; Χρειάζεται να βρούμε μιαν απάντηση για τους νέους, έναν δρόμο για τους νέους. Οι νέοι θέλουν να γνωρίζουν αυτό που κάναμε όταν ήταν μεσάνυχτα στην Ευρώπη, όταν τα μεσάνυχτα έφτασαν στη ζωή της Ευρώπης. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Η τρίτη κακή συμβουλή είναι πολύ πιο ελαφριά: να μαθαίνετε από μνήμης, να απομνημονεύετε, μέρα και νύχτα, όχι με τον νου αλλά με την καρδιά, par coeur, όπως λένε τόσο στα γαλλικά όσο και στα αγγλικά και στα γερμανικά. Να μαθαίνετε με την καρδιά είναι θεμελιώδες, επειδή έτσι θα είστε πλούσιοι. Θα είστε σαν ένα καράβι γεμάτο θησαυρούς. Κανείς δεν θα μπορεί να σας αφαιρέσει αυτό που θα έχετε απομνημονεύσει, κανείς. Η μεγάλη ρωσική κουλτούρα επιβίωσε με τη μνήμη. Υπήρχε, στην εποχή του Μπρέζνιεφ (δεν ήταν όπως η εποχή του Στάλιν, αλλά ήταν το ίδιο άσχημη), μια νεαρή καθηγήτρια αγγλικής ρομαντικής λογοτεχνίας σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο του Καζακστάν, η οποία φυλακίστηκε για το τίποτα, εξαιτίας μιας καταγγελίας, μιας εντελώς ψευδούς κατάδοσης.
Αυτή η γυναίκα φυλακίστηκε σε ένα κελί χωρίς φως, χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι, χωρίς τίποτα, για τρία χρόνια. Γνώριζε όμως από μνήμης τον «Δον Ζουάν» του Μπάιρον. Στη Ρωσία ο «Δον Ζουάν» έχει μια θέση πολύ πιο σημαντική από όσο στην Αγγλία, είναι σχεδόν σαν εθνικό ρωσικό ποίημα, σαν ένας άλλος Πούσκιν. Ε, λοιπόν, αυτή η νεαρή γυναίκα το γνώριζε από μνήμης. Νομίζω ότι αποτελείται από 40.000 στίχους. Αυτή το μετέφρασε απο μνήμης, μέσα στο σκοτάδι. Τυφλώθηκε και, όταν την απελευθέρωσαν, υπαγόρευσε την πλήρη μετάφρασή της και τώρα είναι ένα αριστούργημα στη Ρωσία. Αυτή η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πιο ισχυρή από όλα τα έθνη και από όλα τα κράτη του κόσμου.
Εναντίον μιας τέτοιας ύπαρξης, ούτε ο φασισμός, ούτε ο σταλινισμός, ούτε η ωμή εμπορευματοποίηση ενός καπιταλισμού που βρίσκεται σε αγωνία μπορούν να κάνουν τίποτα. Είναι η παντοδυναμία της ελπίδας και η παντοδυναμία της ανθρώπινης ψυχής, ενώ γύρω μας η σχολική και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχουν γίνει οργανωμένη αμνησία. Κανείς δεν θυμάται πλέον καμία χρονολογία, κανένα έργο, κανένα όνομα, κανένα χωρίο της Βίβλου, ούτε και μεταξύ των καλύτερων φοιτητών μου του Κέμπριτζ ή του Χάρβαρντ. Εχω την πεποπίθηση ότι η λήθη των γραμμάτων, των επιστημών του ανθρώπου, το να ξεχνάμε, ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Δημιουργούμε γενεές κενές, στις οποίες μπορούν να μπουν τα πάντα, το κιτς, η βαρβαρότητα, η αδιαφορία, ακριβώς επειδή αυτές είναι κενές (...).
ΠΗΓΗ:εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18-4-2010
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε ο μεγάλος κριτικός Τζορτζ Στάινερ, σε εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του σε πανεπιστήμιο της Ρώμης.
Τι μπορούμε να πούμε σήμερα στους φοιτητές μας, στους νέους μας; Οι καλές συμβουλές είναι αυθαίρετες, οι κακές συμβουλές είναι οι πιο σημαντικές. Ποιες είναι λοιπόν οι κακές συμβουλές που μπορούμε να δώσουμε;
Πρώτη συμβουλή: μη διαπραγματεύεστε τα πάθη σας. Υπάρχουν άντρες και γυναίκες που λένε: «Θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου σε μια μελέτη πάρα πολύ εξειδικευμένη, ακατανόητη από τους περισσότερους, χωρίς καμία πραγματιστική ή πρακτική ωφελιμότητα», για παράδειγμα στη μελέτη ενός χειρογράφου του δέκατου αιώνα ή στην κινεζική κεραμική της δυναστείας Σουνγκ. Ο κόσμος είναι γεμάτος εξαθλίωση και πείνα, ανάγες και φρίκη, και σίγουρα μια τέτοια πρόθεση μπορεί να φανεί αστήρικτη τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική και πολιτική άποψη. Ωστόσο, εγώ λέω: Δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε ένα πάθος. Γιατί, αν αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε, χανόμαστε μέσα στον συμβιβασμό, καταλήγουμε στην επαιτεία. Το να έχει κανείς μια κλίση, ένα πάθος, είναι μια ευτυχία επικίνδυνη αλλά απέραντη. Είναι η πιο μεγάλη τύχη που μπορεί να έχει στον κόσμο. Ο μεγάλος καλλιτέχνης, ο μεγάλος αθλητής, ακόμα και εμείς που δεν είμαστε καλλιτέχνες, γνωρίζουμε αυτή τη δίψα για το απόλυτο, τη δίψα που μας κατατρώει. Γι' αυτό η πρώτη συμβουλή είναι: Ζήστε τα πάθη σας.
Δεύτερη συμβουλή: Να έχετε επίγνωση της πολιτικής και κοινωνικής αδυναμίας αυτού του πάθους. Ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει το γιατί η Ευρώπη, η δική μας Ευρώπη, υπήρξε η εστία της τελευταίας βαρβαρότητας. Τα στρατόπεδα του θανάτου δεν είναι στην έρημο της Γκόμπι, είναι στην Ευρώπη, είναι στη χώρα του Γκέτε, του Καντ και του Μπετόβεν και της πιο υψηλής ηθικής σκέψης που υπάρχει και που είναι ακριβώς εκείνη του Καντ. Εμείς δεν κατανοούμε ποιο ήταν το αληθινό διακύβευμα αυτής της καταστροφής. Οι λαοί δεν μας προστάτεψαν. Αντίθετα, μερικές φορές συμμάχησαν με τη βαρβαρότητα. Υπάρχει μια υψηλή κουλτούρα ακόμα και του απάνθρωπου. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος υπήρξε θύμα της απανθρωπιάς, έχει πει: «Κάθε μεγάλο μνημείο μιας κουλτούρας έχει μια πρόθεση βαρβαρότητας». Είναι τρομερό και ελπίζω να μην έχει δίκιο. Αλλά, όταν σηκωνόμαστε το πρωί για να ασκήσουμε το επάγγελμα του καθηγητή, οφείλουμε να θέτουμε ένα ερώτημα που μπορεί να φανεί αφελές: γιατί δεν υπερασπιστήκαμε καλύτερα τις ανθρώπινες αξίες;
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Κανείς μας δεν γνωρίζει τη συνταγή για να διδάσκει, για να διδάσκει καλά. Είναι πιθανό ακόμα και η αγάπη για την ποίηση να έχει κάτι το απάνθρωπο, ακόμα και στο κέντρο αυτού του πάθους; Χρειάζεται να βρούμε μιαν απάντηση για τους νέους, έναν δρόμο για τους νέους. Οι νέοι θέλουν να γνωρίζουν αυτό που κάναμε όταν ήταν μεσάνυχτα στην Ευρώπη, όταν τα μεσάνυχτα έφτασαν στη ζωή της Ευρώπης. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Η τρίτη κακή συμβουλή είναι πολύ πιο ελαφριά: να μαθαίνετε από μνήμης, να απομνημονεύετε, μέρα και νύχτα, όχι με τον νου αλλά με την καρδιά, par coeur, όπως λένε τόσο στα γαλλικά όσο και στα αγγλικά και στα γερμανικά. Να μαθαίνετε με την καρδιά είναι θεμελιώδες, επειδή έτσι θα είστε πλούσιοι. Θα είστε σαν ένα καράβι γεμάτο θησαυρούς. Κανείς δεν θα μπορεί να σας αφαιρέσει αυτό που θα έχετε απομνημονεύσει, κανείς. Η μεγάλη ρωσική κουλτούρα επιβίωσε με τη μνήμη. Υπήρχε, στην εποχή του Μπρέζνιεφ (δεν ήταν όπως η εποχή του Στάλιν, αλλά ήταν το ίδιο άσχημη), μια νεαρή καθηγήτρια αγγλικής ρομαντικής λογοτεχνίας σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο του Καζακστάν, η οποία φυλακίστηκε για το τίποτα, εξαιτίας μιας καταγγελίας, μιας εντελώς ψευδούς κατάδοσης.
Αυτή η γυναίκα φυλακίστηκε σε ένα κελί χωρίς φως, χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι, χωρίς τίποτα, για τρία χρόνια. Γνώριζε όμως από μνήμης τον «Δον Ζουάν» του Μπάιρον. Στη Ρωσία ο «Δον Ζουάν» έχει μια θέση πολύ πιο σημαντική από όσο στην Αγγλία, είναι σχεδόν σαν εθνικό ρωσικό ποίημα, σαν ένας άλλος Πούσκιν. Ε, λοιπόν, αυτή η νεαρή γυναίκα το γνώριζε από μνήμης. Νομίζω ότι αποτελείται από 40.000 στίχους. Αυτή το μετέφρασε απο μνήμης, μέσα στο σκοτάδι. Τυφλώθηκε και, όταν την απελευθέρωσαν, υπαγόρευσε την πλήρη μετάφρασή της και τώρα είναι ένα αριστούργημα στη Ρωσία. Αυτή η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πιο ισχυρή από όλα τα έθνη και από όλα τα κράτη του κόσμου.
Εναντίον μιας τέτοιας ύπαρξης, ούτε ο φασισμός, ούτε ο σταλινισμός, ούτε η ωμή εμπορευματοποίηση ενός καπιταλισμού που βρίσκεται σε αγωνία μπορούν να κάνουν τίποτα. Είναι η παντοδυναμία της ελπίδας και η παντοδυναμία της ανθρώπινης ψυχής, ενώ γύρω μας η σχολική και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχουν γίνει οργανωμένη αμνησία. Κανείς δεν θυμάται πλέον καμία χρονολογία, κανένα έργο, κανένα όνομα, κανένα χωρίο της Βίβλου, ούτε και μεταξύ των καλύτερων φοιτητών μου του Κέμπριτζ ή του Χάρβαρντ. Εχω την πεποπίθηση ότι η λήθη των γραμμάτων, των επιστημών του ανθρώπου, το να ξεχνάμε, ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Δημιουργούμε γενεές κενές, στις οποίες μπορούν να μπουν τα πάντα, το κιτς, η βαρβαρότητα, η αδιαφορία, ακριβώς επειδή αυτές είναι κενές (...).
ΠΗΓΗ:εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18-4-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου