ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Ύστερ' απ' αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ' ένα σπήλαιο κάτω από τηγη, που να έχη την είσοδο του ανοιγμένη προς το φως σ' όλο το μάκρος της· ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ αιτίας τα δεσμά τους· και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχη αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω· και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.
Τα φαντάζομαι όλ' αυτά.
Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.
Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.
Και μολαταύτα όμοιοι με μας·
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς, οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα σ' εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.
Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε και δεν θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα 'κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
Σωστά, είπε· το είχα ξεχάσει.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΟΣ
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από 'κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που 'χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να 'ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.
Και υπήρχαν άλλες τρεις καθισμένες γύρω-γύρω σε ίσες αποστάσεις, καθεμιά σ' ένα θρόνο, θυγατέρες της Ανάγκης, Μοίρες, ντυμένες στα άσπρα, φορώντας στο κεφάλι στέμμα, η Λάχεση, η Κλωθώ, η Άτροπος, και τραγουδούσαν πάνω στη μελωδία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά, η Άτροπος τα μελλούμενα. Κι η Κλωθώ, αγγίζοντας από καιρό σε καιρό με το δεξί της χέρι το αδράχτι στο εξωτερικό χείλος του, βοηθούσε στην περιστροφή, ενώ η Άτροπος, με το αριστερό της χέρι, έκανε το ίδιο για τις εσωτερικές περιστροφές· η Λάχεση πάλι, πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι βοηθούσε άλλοτε την εξωτερική κι άλλοτε τις εσωτερικές περιστροφές. Αυτοί λοιπόν, όπως έλεγε, σαν έφθασαν εκεί, έπρεπε υποχρεωτικά να πάνε στη Λάχεση.
Και τότε ένας προφήτης, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, πήρε έπειτα από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα βίων κι ανεβαίνοντας σ' ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης, είναι τούτος ο λόγος. Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. Οποιανού λάχει ο πρώτος κλήρος, αυτός πρώτος να διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει δεσπότη η αρετή· ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα 'ναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που διαλέγει· ο θεός δεν έχει ενοχή».
Σαν τα 'πε αυτά έριξε τους κλήρους κι ο καθένας έπαιρνε αυτόν που έπεσε δίπλα του, εκτός από τον Ήρα, γιατί ο κήρυκας δεν του το επέτρεψε. Και παίρνοντας καθένας τον κλήρο του έβλεπε με ποια σειρά θα διάλεγε. Αμέσως μετά άπλωσε μπροστά τους, καταγής, τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα απ' όσους ήσαν εκεί. Κι ήσαν δείγματα κάθε λογής· βίοι όλων των ζώων και βέβαια όλοι οι τρόποι της ανθρώπινης ζωής.
ΠΗΓΗ:siamantoura.blogspot.com( cloudconnected.pblogs.gr/)
Τα φαντάζομαι όλ' αυτά.
Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.
Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.
Και μολαταύτα όμοιοι με μας·
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς, οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα σ' εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.
Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε και δεν θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα 'κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
Σωστά, είπε· το είχα ξεχάσει.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΟΣ
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από 'κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που 'χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να 'ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.
Και υπήρχαν άλλες τρεις καθισμένες γύρω-γύρω σε ίσες αποστάσεις, καθεμιά σ' ένα θρόνο, θυγατέρες της Ανάγκης, Μοίρες, ντυμένες στα άσπρα, φορώντας στο κεφάλι στέμμα, η Λάχεση, η Κλωθώ, η Άτροπος, και τραγουδούσαν πάνω στη μελωδία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά, η Άτροπος τα μελλούμενα. Κι η Κλωθώ, αγγίζοντας από καιρό σε καιρό με το δεξί της χέρι το αδράχτι στο εξωτερικό χείλος του, βοηθούσε στην περιστροφή, ενώ η Άτροπος, με το αριστερό της χέρι, έκανε το ίδιο για τις εσωτερικές περιστροφές· η Λάχεση πάλι, πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι βοηθούσε άλλοτε την εξωτερική κι άλλοτε τις εσωτερικές περιστροφές. Αυτοί λοιπόν, όπως έλεγε, σαν έφθασαν εκεί, έπρεπε υποχρεωτικά να πάνε στη Λάχεση.
Και τότε ένας προφήτης, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, πήρε έπειτα από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα βίων κι ανεβαίνοντας σ' ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης, είναι τούτος ο λόγος. Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. Οποιανού λάχει ο πρώτος κλήρος, αυτός πρώτος να διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει δεσπότη η αρετή· ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα 'ναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που διαλέγει· ο θεός δεν έχει ενοχή».
Σαν τα 'πε αυτά έριξε τους κλήρους κι ο καθένας έπαιρνε αυτόν που έπεσε δίπλα του, εκτός από τον Ήρα, γιατί ο κήρυκας δεν του το επέτρεψε. Και παίρνοντας καθένας τον κλήρο του έβλεπε με ποια σειρά θα διάλεγε. Αμέσως μετά άπλωσε μπροστά τους, καταγής, τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα απ' όσους ήσαν εκεί. Κι ήσαν δείγματα κάθε λογής· βίοι όλων των ζώων και βέβαια όλοι οι τρόποι της ανθρώπινης ζωής.
ΠΗΓΗ:siamantoura.blogspot.com( cloudconnected.pblogs.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου