Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΓΩΝΙΑ –Νασιόπουλος Απόστολος

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2013





Α1.
Προβάλλεται η μοναδικότητα του ήχου (βλ. υποσημείωση του σχολικού βιβλίου).
Σημαντικό στοιχείο είναι η λεπτότητα του ήχου (μεταφορικός χαρακτηρισμός).
Η ερμηνεία του στίχου είναι διττή: α) ο ήχος δεν περιείχε λόγια β) δεν υπάρχουν λόγια να τον περιγράψει κανείς. Η δεύτερη ερμηνεία ίσως εξηγεί γιατί μένει ημιτελής ο στίχος και σβήνει στη σιωπή». (Π. Μάκριτζ). Ούτως ή άλλως, ένα επίσης
Επίσης, διττή η ερμηνεία του στίχου: α) ο αντίλαλος (προσωποποίηση) δεν επρόκειτο να επαναλάβει τον ήχο. Πειστική είναι το σχόλιο του Π. Μάκριτζ: «Επειδή ο ήχος είναι υπερφυσικός, δεν υπάρχει ηχώ». β) σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο το «κοντά του» σημαίνει «συνοδευτικά, ως συνοδεία» και επομένως πρέπει να σκεφτούμε ότι ο ήχος παρουσιάζεται χωρίς συνοδεία ή ως μουσική μονοφωνική.
Απροσδιόριστη είναι η πηγή του ήχου. Δεν μπορεί να εξηγηθεί για ποιο λόγο στους στ. 47­49 (μόνο σ' αυτούς) ο ήχος μεταφέρεται στον πληθυντικό (έρχονται..., γιομίζαν..., Γλυκύτατοι, άνεκδιήγητοι). Ίσως να αποδίδεται με τον τρόπο αυτό η σύγχυση του Κρητικού, καθώς ο ήχος τον έχει μαγέψει. Ανάλογη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η λειτουργία του υπερβατού σχήματος (Άν είν' ... κοντά).
Ο ήχος γεμίζοντας τον αέρα ευωδιές, προβάλλεται ως πλούσιος. Η παρομοίωση και η οσφρητική εικόνα αποδίδει το άρωμα του μουσικού εκείνου ήχου. «Ο Σολωμός αναμφίβολα είχε συνείδηση της τυχαίας ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις Μαΐου και μάγια» Π. Μάκριτζ.
Η μεταφορά που συνιστά ο υπερθετικός βαθμός του επιθέτου 'Γλυκύτατοι' δηλώνει πόσο ευχάριστος είναι ο ήχος, ενώ προβάλλεται και πάλι η μοναδικότητά του με το επίθετο 'άνεκδιήγητοι'.
Ο ήχος έχει καταλυτική δύναμη. Αυτό το γνώρισμα του ήχου δίνεται με παρομοίωση (παρομοιάζεται ως προς την καταλυτική του δύναμη με τον Έρωτα και με τον Χάρο, από των οποίων τη δύναμη δεν μπορεί να ξεφύγει κανένας). Μάλιστα στην παρομοίωση ενυπάρχει μια σύγκριση υπεροχής της δύναμης του ήχου (η δύναμη του Έρωτα και του Χάρου μόλις που πλησίαζαν τη δύναμη του ήχου).
Ο Έρωτας και ο Χάρος είναι οι δύο νοητές μορφές οι οποίες συσχετίζονται με την αγαπημένη του Κρητικού: ο Έρωτας για την κόρη είναι αυτός που κυρίευσε την ψυχή του και ο Χάρος είναι αυτός που πήρε την αγαπημένη. «Η σύζευξη του Έρωτα με το Χάρο, στοιχείο της Ορφικής και Ελευσίνειας λατρείας (εκεί Διόνυσος - Αδης είναι η διπλή όψη του ίδιου του μυθικού συμβόλου), μας δίνει δύο γνωστές και ομοειδείς εκδηλώσεις του ίδιου καταλυτικού ενστίκτου, που ερεθίζει μέσα στην ψυχή του Κρητικού ο «γλυκύτατος ήχος» (Ε. Γ. Καψωμένος).
Ο ήχος προσωποποιείται στο πλαίσιο της κινητικής εικόνας που προσδίδει δραματικότητα στην αφήγηση. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ρήματος «αδράχνω», που έχει πολύ έντονη σημασία (= πιάνω ή παίρνω κάτι με βία και δύναμη) και μάλιστα επαναλαμβάνεται (στ. 53).
Ο απόκοσμος ήχος φαίνεται να συναρπάζει τόσο πολύ το ναυαγό, ώστε αυτός να μην μπορεί να προσηλωθεί σε όσα είχε καθήκον να κάνει εκείνες τις δύσκολες στιγμές: δεν είχε μυαλό να σκεφτεί τον ουρανό, που έστελνε τις καταιγίδες, τη θάλασσα, με την οποία είναι αναγκασμένος να παλέψει, την ακρογιαλιά, όπου έπρεπε να φτάσει, και την κόρη, που είχε χρέος να τη σώσει. Όλα αυτά παρουσιάζονται εκφραστικά πιο έντονα με το πολυσύνδετο και με το σχήμα της συσσώρευσης.
Η μαγεία πολλές φορές εκείνος τον έκανε να επιδιώξει να βρει ένα τρόπο, για να αποχωριστεί τη σάρκα του (συνεκδοχή: το σώμα) κι έτσι η ψυχή του ελεύθερη να πάει κοντά στον ήχο. Αυτό πιο απλά σημαίνει ότι ήθελε να πεθάνει, ώστε να ακολουθήσει σε κάποιον ιδεατό χώρο τον απόκοσμο και μαγευτικό ήχο.
Το χωρίο αυτό μας παραπέμπει στην πλατωνική και χριστιανική δυϊστική αντίληψη για τον κόσμο (ψεύτικος επίγειος - ουράνιος αληθινός κόσμος) και για τον άνθρωπο (φθαρτό σώμα - αθάνατη ψυχή), την οποία ασπαζόταν ο Σολωμός (βλ. σημείωση σχολικού βιβλίου).
Ο ναυαγός και ο ήχος θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τον Οδυσσέα και με το τραγούδι των Σειρήνων.
Αυτό λοιπόν που τάραζε τον Κρητικό ήταν η υποδούλωση της πατρίδας του και η ελπίδα για ελευθερία. Την εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο (1833-1834) η Κρήτη, όπως και πολλές άλλες περιοχές του Ελληνισμού, βρισκόταν ακόμα κάτω από τον ζυγό της οθωμανικής (και όχι μόνο) σκλαβιάς.
Η συνεκδοχή («ετάραζε τά σπλάχνα μου» αντί «την ψυχή μου») υπογραμμίζει τα συναισθήματα του Κρητικού.
Για τον στίχο αυτό ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει: «νομίζω πως είναι ο εθνικότερος, ο πατριωτικότερος δεκαπεντασύλλαβος που υπάρχει στη νεότερη ποίησή μας».

Στο πλαίσιο της συγκινησιακής φόρτισης που του δημιουργούσε η μουσική από το σουραύλι, προσφωνούσε φωναχτά τη πατρίδα του. Η μεταφορά (θεϊκιά... Πατρίδα) δηλώνει την αγάπη του αφηγητή, η οποία είναι τόσο μεγάλη ώστε να φτάσει στο σημείο να τη θεοποιεί, ενώ η εικόνα της προσωποποιημένης καταματωμένης Πατρίδας υποδηλώνει τους νεκρούς που έπεσαν στους αγώνες για την ελευθερία της.
Καθώς ο έφηβος Κρητικός φανταζόταν την προσωποποιημένη πατρίδα, άπλωνε τα χέρια του προς αυτή κλαίγοντας για τη σκλαβιά της αλλά περήφανος γι' αυτήν. Παρατηρούμε τη χιαστή αντιστοιχία με τον προηγούμενο στίχο:
                                                                θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα


κλαίοντας κατ' αύτή τά χέρια μέ καμάρι
Ο αφηγητής εκφράζει την αξία της πατρίδας και δηλώνει την αγάπη του γι' αυτήν: τα εδάφη και το τοπίο της είναι καλά και αγαπητά (και ας είναι πετρώδη με λιγοστή, φτωχή βλάστηση). Πρόκειται για μια αγάπη ανιδιοτελή, αφού ούτε τα υλικά αγαθα ούτε τα αισθητικά κριτήρια μπορούν να την καθορίσουν.
Για τον στίχο αυτό ο Λ. Πολίτης σημειώνει: «Ένας στίχος που ο Σολωμός φαίνεται να του δίνει πολύ βάρος και τον γράφει και τον ξαναγράφει πολλές φορές, και σχεδόν πάντοτε τον ίδιο, με ελαφρές μόνο παραλλαγές, είναι αυτός που χρησιμοποίησε στον Κρητικό πρώτα, αλλά και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ύστερα, για την πατρική γη. Για τον άνθρωπο που αναθυμάται με λαχτάρα τη μητρική γη (ή που είναι έτοιμος να πεθάνει γι' αυτήν), ακόμα και τα πιο ταπεινά και άσχημα, η μαύρη πέτρα, το ξερό χορτάρι, παίρνουν μια άλλη όψη· η σχέση αγάπης του ανθρώπου προς τη μητρική γη, ανάλογη με το φυσικό δεσμό του παιδιού προς τη μητέρα και της μητέρας προς το παιδί, μεταμορφώνει την υφή και το χρώμα των πραγμάτων: η μαύρη πέτρα δεν είναι πια μαύρη ούτε και το χορτάρι ξερό· για τη μυστική αυτή αλλαγή και μεταμόρφωση ο ποιητής χρησιμοποίησε την απλή λέξη «καλή». Οποιαδήποτε άλλη, εξωτερικά περισσότερο «φανταχτερή», θα ήταν δίπλα της πολύ φτωχή».
Για το περιεχόμενο του ίδιου στίχου γράφει ο Ε. Γ. Καψωμένος: «Το θέμα αυτό επανέρχεται επίμονα στα κείμενα του Σολωμού, για μια εικοσαετία περίπου (1833 ως το 1851). Έχει 31 παραλλαγές [...] Η ίδια η διατύπωση είναι απλή κι επιγραμματική: δύο υποκείμενα με τους προσδιορισμούς τους (μαύρη πέτρα - τό ξερό χορτάρι), ισόρροπα κατανεμημένα στα δύο ημιστίχια του 15σύλλαβου. [...] Είναι, τέλος, οι διακειμενικές συναρτήσεις με το πρώιμο σολωμικό επίγραμμα Ή καταστροφή των Ψαρών' (1825) [...]: ολόμαυρη ράχη - λίγα χορτάρια - έρημη γη».
Το ερωτικό τραγούδι του κοριτσιού τοποθετείται μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, που αποδίδεται με μια εικόνα πλούσια σε σχήματα λόγου, τα οποία με τη σειρά τους καθιστούν το λόγο λυρικό. Η παρουσία της φύσης είναι πληθωρική, με στοιχεία της οποίας «συνομιλεί» η κόρη (σκηνή που απαντά συχνά στα δημοτικά τραγούδια). Στους στίχους αυτούς διαμορφώνεται μια σύνθετη εικόνα που λειτουργεί υποβλητικά καθώς έχει στοιχεία οπτικά (τα δάση, το άστρο, τα νερά που θολώνουν), ακουστικά (κορασιάς φωνή, τραγουδάει), οσφρητικά (το λουλούδι) και κινητικά (λυγάει).
Ο ήχος έχει καταλυτική δύναμη. Αυτό το γνώρισμα του ήχου δίνεται με παρομοίωση (παρομοιάζεται ως προς την καταλυτική του δύναμη με τον Έρωτα και με τον Χάρο, από των οποίων τη δύναμη δεν μπορεί να ξεφύγει κανένας). Μάλιστα στην παρομοίωση
ενυπάρχει μια σύγκριση υπεροχής της δύναμης του ήχου (η δύναμη του Έρωτα και του Χάρου μόλις που πλησίαζαν τη δύναμη του ήχου).
Ο Έρωτας και ο Χάρος είναι οι δύο νοητές μορφές οι οποίες συσχετίζονται με την αγαπημένη του Κρητικού: ο Έρωτας για την κόρη είναι αυτός που κυρίευσε την ψυχή του και ο Χάρος είναι αυτός που πήρε την αγαπημένη. «Η σύζευξη του Έρωτα με το Χάρο, στοιχείο της Ορφικής και Ελευσίνειας λατρείας (εκεί Διόνυσος - Αδης είναι η διπλή όψη του ίδιου του μυθικού συμβόλου), μας δίνει δύο γνωστές και ομοειδείς εκδηλώσεις του ίδιου καταλυτικού ενστίκτου, που ερεθίζει μέσα στην ψυχή του Κρητικού ο «γλυκύτατος ήχος» (Ε. Γ. Καψωμένος).
Ο Π. Μάκριτζ κάνει τις ακόλουθες εύστοχες και διεισδυτικές παρατηρήσεις για τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος: «Στα ελληνικά μοιρολόγια (κι εννοείται στα ελληνικά έθιμα της κήδευσης) όποιοι πεθαίνουν ανύπαντροι θεωρούνται αρραβωνιασμένοι με το Χάρο. Έχει διατυπωθεί ήδη η υπόθεση ότι η κόρη στον Κρητικό αρραβωνιάστηκε το Χάρο, κι αυτή η ιδέα ενισχύεται από τη διαδοχή των λέξεων-κλειδιών στην τελευταία στροφή του ποιήματος: άρραβωνιασμένη - χαρά - πεθαμένη. Εφόσον, η λέξη «χαρά» συχνά χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή καθομιλουμένη των Ελλήνων, και στα δημοτικά τραγούδια, με τη σημασία «γάμος» μπορούμε να δούμε εδώ μια πρόοδο από τη μνηστεία στην παντρειά, κι ευθύς-μετά στο θάνατο. Η ομοιότητα μεταξύ των λέξεων χαρά και «Χάρος» έδωσε συχνά την ευκαιρία πικρών λογοπαιγνίων σε δημώδη ελληνικά άσματα».
Το ποίημα αρχίζει με το «ακρογιάλι», που βρισκόταν ακόμα μακριά (πρώτος στίχος: Έκοίταα, κι ήτανε μακριά άκόμη τ' άκρογιάλι). Αλλά και στο τέλος του ποιήματος γίνεται και πάλι λόγος για το ακρογιάλι (προτελευταίος στίχος: Και τέλος φθάνω στό γιαλό τήν άρραβωνιασμένη). Έτσι η αφήγηση, που ανοίγει και κλείνει με το ίδιο σκηνικό στοιχείο, ακολουθεί το σχήμα του κύκλου.
-        μεταφορές (σέρνει τή λαλιά στ. 29, άντιβουΐζει... άπό πολλή γλυκάδα στ. 31, έλιωσαν τ' άστέρια στ. 34),
-       υπερβολή (το τραγούδι του αηδονιού άντιβουΐζει πολύ μακριά, ως πέρα στη θάλασσα και στην πεδιάδα στ. 31-32),
-       χιαστό (ή θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ή πεδιάδα στ. 32) και
-        προσωποποίηση (της αυγής που της πέφτουν τα ρόδα ακούγοντας το κελάηδημα του αηδονιού στ. 33-34). Το ρόδινο φως της ανατολής την ώρα της αυγής παριστάνεται με ρόδα (τριαντάφυλλα), που τα κρατάει η προσωποποιημένη αυγή στα χέρια της,. Η εικόνα παραπέμπει στη ροδοδάχτυλη Ηώ του Ομήρου.
Από τη στιγμή της εξαφάνισης του ήχου μέχρι την άφιξη του ναυαγού στη στεριά παρατηρείται αφηγηματικό κενό: προφανώς δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό και ενδιαφέρον (υποθέτουμε ότι κολυμπούσε με κόπο μεταφέροντας την αγαπημένη).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αφηγητής δίνει σημασία στη σωτηρία της αγαπημένης του και όχι στη δική του. Αυτό φαίνεται από τη σύνταξη του ρήματος «φθάνω», που χρησιμοποιείται ως μεταβατικό: ενώ περιμένουμε να ακούσουμε απλώς «φθάνω στό γιαλό», η διατύπωση είναι διαφορετική: «φθάνω στό γιαλό τήν άρραβωνιασμένη».
Η παραστατικότητα της σκηνής ενισχύεται με τη χρήση του δραματικού ενεστώτα (φθάνω, άπιθώνω).
Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, που αποδίδει και την τραγική έκβαση της περιπέτειας του ναυαγού, χαρακτηριστικό είναι το σχήμα της αντίθεσης: ύστερα από τη χαρά, στο δεύτερο ημιστίχιο έρχεται αιφνιδιαστικά η ανατροπή, η διαπίστωση του θανάτου / πνιγμού της κόρης, που καθιστά μάταιη όλη την προσπάθεια του Κρητικού για την σωτηρία της αγαπημένης του (μέ χαρά - κι... πεθαμένη, όπου το «κι» λειτουργεί αντιθετικά).
Έτσι, ύστερα από το ξεκλήρισμα όλων των μελών της οικογένειας του Κρητικού (απόσπασμα 4 [21.] στ. 31-34), τώρα αυτός έχασε και την αγαπημένη του και έχει μείνει παντέρημος στον κόσμο, χωρίς οικογένεια, χωρίς την αγαπημένη του, χωρίς πατρίδα.
1.    Παρουσία-χαρακτηριστικά ήχου
-    «ανεκδιήγητοι» - «χειμερική... φωνή. απόκοσμο.»: εξωανθρώπινος, μεταφυσικός ήχος­- «γλυκύτατοι» - «γλυκιά και δυνατή»: ευχάριστο στην ακοή
-«είν' έτσι δυνατός» - « κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε»: καταλυτική ένταση
-      «ο ουρανός κι η θάλασσα.» - «γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό.»: κυριαρχία ήχου στα στοιχεία της φύσης
-     «Μ'άδραγνε όλη την ψυχή.» - «γιομίζοντας το νου και την καρδιά της»: ελεγχει όλο το είναι τους.
2.    πληθωρική παρουσία φύσης:
-    « του δέντρου και του λουλουδιού . «σ' ένα δάσος, μεγάλο δάσος . λουλούδια. πρασινάδα»
3.     Η παρουσία του έρωτα:
-«. τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει .» - «σαν ένας πυρετός γλυκός της μέλωνε τα μέλη. την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη»
1.           Ιδεαλισμός και υπηρέτηση του υψηλού στον Σολωμό (ηρωισμός, φιλοπατρία), ενώ απουσία τους στον Μ. Λαπαθιώτη (η Ρηνούλα είναι πρωταγωνίστρια της καθημερινότητας).
2.           Αδυναμία αναγνώρισης και προσδιορισμού του ήχου στον Σολωμό - τελική αναγνώριση στον Ν. Λαπαθιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου