ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ ΤΑΞΗΣ
ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2010
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ Γιώργου Ιωάννου Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
Δεν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.
Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ1, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ3 κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.
Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι ⎯τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.
Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό αιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος7. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».
----------
1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ· πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο.
2. ντουτιά· η συκομουριά
3. Ἰσλαχανέ· περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο)
4. μπαχτσέ· περιβολάκι
6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα· αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941)
7. ἐξάμβλωμα· έκτρωμα, κάθε τι το τερατώδες ή κακότεχνο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (Μονάδες 8)
β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 12)
Μονάδες 20
Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές ματιές (§ 2η), κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (§ 6η), είχε μαλακώσει την καρδιά (§ 6η), κατάγυμνη αυλή (§ 6η), αφράτο μάρμαρο (§ 7η). (Μονάδες 10)
β) Στην 7η παράγραφο: «Δεν την ξανάδαμε από τότε ... μυαλό τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία του αφηγητή και να σχολιάσετε σύντομα τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10)
Μονάδες 20
Γ1.α) Σε κάθε επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε μία παράγραφο τους λόγους της παραμονής της στο συγκεκριμένο χώρο. (Μονάδες 12)
β) « ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα”»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)
Μονάδες 25
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν» του ίδιου συγγραφέα.
Μονάδες 20
Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες1 φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία2. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες3, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.
(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)
----------
1. ατλαζένιες: γυαλιστερές
2. άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους Εβραίους
3. παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ
Α1. Παραδείγματα μέσα από το κείμενο που πιστοποιούν:
α. θέματα από τα παιδικά χρόνια: «Το δένδρο μας δεν ήταν … δεν μπορούσαν να τα φάνε.»
β. θέματα από τον κόσμο της προσφυγιάς: «Εμείς ως τότε θαρρούσαμε … και όχι τη γλώσσα.» και «Είχαμε και εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.»
γ. θέματα από τον πόλεμο: «Μια ιταλιάνικη μπόμπα … να καταφέρει να το γκρεμίσει.»
δ. θέματα από τη Θεσσαλονίκη: «Ήταν, πάντως, ένα δένδρο …. και ακόμα πιο πέρα.»
ε. θέματα από τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων: «Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε … μας
ζητούσε.»
Β1. α. Στοιχεία του κειμένου στα οποία διακρίνεται η κυρίαρχη ατομική συνείδηση του αφηγητή είναι:
Η χρήση πρώτου προσώπου, το βιωματικό στοιχείο («το δένδρο μας δεν ήταν … οι μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε»)
Η παρατηρητικότητα του αφηγητή: ο αφηγητής παρατηρεί, σχολιάζει και με την τεχνική της μνημονικής ανάκλησης φέρνει στο νου του γεγονότα του παρελθόντος («έμοιαζε πολύ κουρασμένη … ιδέα δεν είχαμε»).
β. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, δηλαδή τα γεγονότα δεν παρουσιάζονται με τη χρονολογική τους σειρά. Αντίθετα, συντίθεται παρόν και παρελθόν και διαπλέκονται διαφορετικές στιγμές. Έτσι, διαμορφώνονται τρία βασικά χρονικά επίπεδα:
α. το παρόν του αφηγητή: πρόκειται για το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η αφήγηση.
Ενδεικτικά χωρία: «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα», «Δεν την ξανάδαμε από τότε», (στις φράσεις αυτές εννοείται ο χρονικός προσδιορισμός «μέχρι σήμερα»), «Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι».
β. το παρελθόν: πρόκειται για το χρονικό διάστημα που καλύπτουν οι επισκέψεις της γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή (1936 –λίγο μετά τον πόλεμο). Ενδεικτικά χωρία:»που ερχόταν στο κατώφλια μας κάθε χρονιά … άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ», «την πρώτη φορά … και το έρημο σπίτι».
γ. πρόδρομη αναφορά: πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά στο μέλλον της ανοικοδόμησης της πόλης, για την οποία ο αφηγητής εκφράζει οργή και σχεδόν αποτροπιασμό. Ενδεικτικά χωρία: «Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω … το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος».
Β2. α. κλεφτές ματιές: το βλέμμα της γυναίκας διακριτικά, σχεδόν κρυφά, περιεργάζεται το σπίτι της, γιατί προφανώς δεν θα ήθελε να αποκαλυφθεί η καταγωγή, η ταυτότητα και η σχέση της με το
σπίτι.
Κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι: ο προσδιορισμός «κατατσακισμένη» αποδίδει την ψυχική συντριβή της γυναίκας στη θέα του βομβαρδισμένου σπιτιού. Μαζί με το μισογκρεμισμένο σπίτι σωριάστηκαν και οι μνήμες μιας ευτυχισμένης εποχής.
Είχε μαλακώσει την καρδιά: η αντιπάθεια για τη μυστηριώδη γυναίκα που προκάλεσε αρχικά η αποκάλυψη της ταυτότητάς της υποχωρεί καθώς το κοινό πάθος (ο ξεριζωμός από τις πατρογονικές εστίες) αμβλύνει τις εθνικές διαφορές.
Κατάγυμνη αυλή: ο προσδιορισμός «κατάγυμνη» που προσωποποιεί τον προσδιοριζόμενο όρο αποδίδει εμφατικά την εγκατάλειψη του σπιτιού αλλά και την καταστροφή που προκάλεσαν στην αυλή οι βομβαρδισμοί.
Αφράτο μάρμαρο: τονίζεται η ποιότητα των υλικών που επιλέγονταν στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ώστε να αναδεικνύεται η αρχοντιά της πόλης.
β. Η ειρωνεία του αφηγητή εντοπίζεται στο εξής σημείο: «Ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο
συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους». Εξυπηρετεί την πρόθεση του αφηγητή να στηλιτεύσει τον βίαιο τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε ο εξαστισμός και εκσυγχρονισμός της Θεσσαλονίκης. Η διαδικασία αυτή, απότομη, αμέθοδη και υπαγορευμένη κυρίως από αγοραία κερδοσκοπικά συμφέροντα θυσιάζει την υψηλή αισθητική αιώνων και τη συνέχεια της υψηλής κληρονομιάς.
Γ1 α. Η επιλογή της γυναίκας να παραμένει στο κατώφλι του σπιτιού μπορεί να ερμηνευτεί
ποικιλοτρόπως:
Επιδιώκει να αφήσει, έστω και διακριτικά, το βλέμμα της να απολαύσει την εικόνα του άλλοτε δικού της σπιτιού, η οποία ενεργοποιεί μνήμες από ένα ευτυχισμένο παρελθόν,
Ανακουφίζει, έστω και παροδικά, το αίσθημα της νοσταλγίας και τον πόνο του
εκπατρισμού,
Απολαμβάνει μία ψευδαίσθηση παλινόστησης,
Παράλληλα δεν θέλει να αποκαλύψει την ταυτότητά της ώστε να μην προκαλέσει τους Έλληνες λόγω του βεβαρημένου πρόσφατου παρελθόντος, και για αυτό δεν προχωρά μέσα
στο σπίτι.
Γνωρίζει ότι δεν δικαιούται να ζητήσει να εισέλθει στο εσωτερικό του σπιτιού. Άλλωστε
ήταν αξιοπρεπής και διακριτική.
Το κατώφλι του σπιτιού είναι χώρος σύμβολο για τη γυναίκα. Από αυτό την τράβηξαν βίαια αποσπώντας την από το οικείο περιβάλλον, γεγονός που υποδηλώνει τραυματική εμπειρία.
Γ1 β. Με αφορμή την αποκάλυψη του παλιού ψηφιδωτού στο σπίτι του αφηγητή, μια γριά αποκαλύπτει την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας δραματοποιώντας τη σκηνή του ξεριζωμού της από το πατρικό της σπίτι.
Ο πόνος της αποδίδεται παραστατικά με την εικόνα της νεαρής τότε κοπέλας να φιλά σπαρακτικά το κατώφλι του σπιτιού της λίγο πριν το αποχωριστεί για πάντα. Βέβαια ο αφηγητής δεν χρειάζεται να συνδέσει τα δύο πρόσωπα, αυτό της μυστηριώδους γυναίκας και της νεαρής κοπέλας, αφού τα στοιχεία που αποκαλύπτει η γριά («μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά», «καθόταν ένας μπέης», «φιλούσε το κατώφλι») συνδέονται με την αρχοντική καταγωγή και τη νοσταλγική διάθεση της ώριμης πλέον επισκέπτριας.
Δ1. Ως προς το περιεχόμενο:
Η Θεσσαλονίκη ως χώρος στον οποίο εξελίσσονται οι υποθέσεις και των δύο κειμένων,
Η Θεσσαλονίκη ως πόλη πολυεθνική και πολυπολιτισμική, που κατοικείται εκτός από
Έλληνες και από άλλους πληθυσμούς, Τούρκοι, Εβραίοι.
Ο βάναυσος και αμέθοδος εξαστισμός – εκμοντερνισμός της Θεσσαλονίκης, ο οποίος είχε
ως αποτέλεσμα την καταστροφή της αρχοντιάς και του ιδιαίτερου χρώματός της και την
απόρριψη παλαιών τρόπων ζωής σε αυτήν.
Ο ρόλος που έπαιξαν στον εκμοντερνισμό αυτό τα ληστρικά κερδοσκοπικά συμφέροντα
εργολάβων με τη συνέργεια διαφόρων άλλων εξουσιών.
Πηγή: poukamisas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου