Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΓΩΝΙΑ –Νασιόπουλος Απόστολος

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Πανελλήνιες 2012: Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης



 Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ΄ τάξης Ενιαίου Λυκείου και Δ΄ τάξης Εσπερινού Ενιαίου Λυκείου

Α. Κείμενο:
Κων/νος Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου,
ποιητού εν Κομμαγηνή. 595 μ.Χ.»
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
πού κάμνουνε - για λίγο - νά μη νοιώθεται ή πληγή.
(1921)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Τρία από τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Κ. Καβάφη είναι η πεζολογία, η ιδιότυπη γλώσσα και η χρήση συμβόλων. Για το κάθε ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα από το ποίημα που σας δόθηκε.
Μονάδες 15
Β1. Στο ποίημα, σύμφωνα με τον Στέφανο ∆ιαλησμά, «έχουμε ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο (με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται) που υποστηρίζει   και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα». Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη αιτιολογώντας τη συγκεκριμένη επιλογή του τίτλου από τον ποιητή.
Μονάδες 20
Β2. Να επισημάνετε στο ποίημα τέσσερα διαφορετικά εκφραστικά μέσα (μονάδες 8) και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία τους (μονάδες 12).
Μονάδες 20
Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε ένα κείμενο 100 - 120 λέξεων:
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Μονάδες 25
1.  Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το ποίημα του Κ. Καβάφη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ. με το παρακάτω ποίημα του Τ. Λειβαδίτη Αυτοβιογραφία, εντοπίζοντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες  και  δύο διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων.
Μονάδες 20
Τάσος Λειβαδίτης: Αυτοβιογραφία
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου
και τ’ όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νάθελα να προφυλαχτώ
απόνα χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτόςαπ’ τον ίδιο μου τον πόνο είμαι εδώ, ανάμεσά σας,
κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος, 2003, σ. 429.

Ενδεικτικές Απαντήσεις Θεμάτων
ΘΕΜΑ Α
A1. H ποίηση του Κ. Καβάφη χαρακτηρίζεται για την ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της στιχουργικής μορφής των έργων του. Έτσι, βασικό γνώρισμα της ποίησής του είναι ο πεζολογικός τόνος: στο παρόν ποίημα έχουμε παντελή απουσία ομοιοκαταληξίας, ανισοσύλλαβους  στίχους  και  δύο  άνισες  στροφές. Ο λόγος του ποιητή είναι λιτός σαν πεζογραφικός· αναλόγως πεζολογικό είναι και το ύφος, που αναγνωρίζεται ως οικείο, χαμηλόφωνο, εξομολογητικό, «μελαγχολικό». Παρατηρούμε χρήση  καθημερινού λεξιλογίου («κάπως», «για λίγο») όπως και φράσεων, επί παραδείγματι η προσφώνηση με χρήση προστακτικής «Τα φάρμακά σου φέρε…». Επίσης, αναγνωρίσιμο στοιχείο «ταυτότητας» του καβαφικού  έργου  είναι η μεικτή – ιδιότυπη γλώσσα. Αποτελεί  κράμα δημοτικής και καθαρεύουσας, μια ιδιότυπη σύζευξη δημοτικών και λογίων τύπων λέξεων. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρονται οι λέξεις «πληγή», «μαχαίρι», «φάρμακα» που συνυπάρχουν με τους λόγιους τύπους «εν Κομμαγηνή», «εγκαρτέρησι», «Εις σε», «εν Φαντασία και Λόγω», «άλγους» και με τον «πολιτικό» ιδιωματισμό «κάμνουνε». Αξίζει να σημειωθεί η διαφοροποίηση ότι,  κυρίως, οι λόγιες  φράσεις  αφορούν την ποιητική τέχνη, στοιχείο δηλωτικό της σημαίνουσας θέσης που έχει στη ζωή του Κ. Καβάφη, ενώ, αντιθέτως, οι τύποι της δημοτικής σχετίζονται με την αποτύπωση της επαχθούς διάθεσης που επιφέρουν τα  γηρατειά. Τέλος, επαναλαμβανόμενη είναι η χρήση συμβόλων   στα έργα του Κ. Καβάφη. Εν προκειμένω, από τον τίτλο, ο «Ιάσων Κλεάνδρου» αξιοποιείται ως πρόσωπο – σύμβολο της φθοράς που  βιώνει κάθε θνητός  από το  γήρας και την αντίστοιχη  λειτουργία επιτελεί η «Κομμαγηνή» που συμβολοποιεί  την παρακμή και την κατάπτωση, δηλαδή ό,τι ακριβώς παθαίνει ο άνθρωπος στα γηρατειά του. Περαιτέρω, ο όρος «μαχαίρι» συμβολίζει τον ανηλεή χρόνο  και  αντιστοίχως  η   «πληγή»  αποδίδει  εμφαντικά  την  ψυχική  καταρράκωση  του ηλικιωμένου ποιητή.

ΘΕΜΑ Β
Β1. Αντιθέτως προς τους συνήθεις τίτλους ποιημάτων του Κ. Καβάφη που είναι σχεδόν επιγραφικοί, στο παρόν ποίημα έχουμε έναν από τους μακροσκελέστερους που έχει επιλέξει ο ποιητής[1][1]. Ο εκτενής τίτλος, λοιπόν, συνιστά οργανικό τμήμα του έργου. Προσδιορίζει το βαρύ κλίμα (Μελαγχολία), τον πρωταγωνιστή (Ιάσωνος Κλεάνδρου), την ιδιότητα του (ποιητού), τον τόπο που εξελίσσεται η ιστορία (εν Κομμαγηνή) και το χρόνο – ψευδοϊστορικό πλαίσιο του ποιήματος (595 μ.Χ). Αναλυτικότερα:
  • Μελαγχολία”: Ευθύς εξ’ αρχής η λέξη αποτυπώνει την ψυχική φόρτιση του δημιουργού – φανταστικού και πραγματικού – που επιβαρύνει τη συναισθηματική του κατάσταση. Η μελαγχολία, λοιπόν, εξαιτίας των γηρατειών γίνεται αφόρμηση ποιητικής δημιουργίας.
  • Ιάσωνος  Κλεάνδρου”:  Πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, ανύπαρκτο ποιητή, ο οποίος λειτουργεί ως το απαραίτητο ιστορικό άλλοθι, ως προσωπείο του Κ. Καβάφη. Το όνομα του φανταστικού ποιητή, προφανώς, δεν είναι τυχαίως επιλεγμένο. Το όνομα “Ιάσων” συνδέεται με τη λέξη “ίαση” (=θεραπεία), έτσι έχουμε ένα είδος εισαγωγής στο γενικότερο πλαίσιο του ποιήματος, καθώς η τέχνη της ποίησης μπορεί να προσφέρει μια μορφή θεραπείας στο μελαγχολικό δημιουργό.  Αντιστοίχως, το επίθετο “Κλέανδρος” (κλέος  = δόξα + άνδρας) καθιστά φανερή τη φήμη της καλλιτεχνικής αξίας του φανταστικού ποιητή, που ωστόσο δεν αρκεί για να του προσφέρει τη λύτρωση από τη μελαγχολία της γήρανσης, όπως ισχύει και για κάθε άλλο θνητό. Αποτελεί συνήθη τακτική του Κ. Καβάφη να χρησιμοποιεί προσωπεία με στόχο να δώσει  στο  περιεχόμενο των έργων του αντικειμενικότητα – οικουμενικότητα και διαχρονικότητα. Το έργο του έτσι απαλλάσσεται από τον εξατομικευμένο χαρακτήρα. Τα κοινά στοιχεία σύνδεσης του φανταστικού προσώπου με τον αλεξανδρινό δημιουργό είναι τα εξής:
     Και οι δύο είναι ποιητές βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία (το γνωρίζουμε για τον Κ. Καβάφη, το υποθέτουμε για τον Ιάσονα Κλεάνδρου).
    Αμφότεροι δημιουργούν ποίηση σε περιοχές της “καθ’ ημάς” Ανατολής, μακριά από το ελλαδικό κέντρο και μάλιστα σε μεταβατικές περιόδους ανακατατάξεων ή φθοράς, όταν δηλαδή στους τόπους αυτούς υποχωρούσε ο ελληνικός πολιτισμός.
     Έχουν από κοινού  μια φυσική απέχθεια προς τα γηρατειά και καταγράφουν το αποπνικτικό μελαγχολικό συναίσθημα τους.
     Εκ παραλλήλου, εκτιμούν ως ανυπέρβλητη την αξία της ποιητικής τέχνης, την οποία και εκλαμβάνουν ως το μόνο καταπραϋντικό μέσο για το συναισθηματικό τους άχθος.
  • Ποιητού”: Τοποθετώντας έναν ποιητή ως κεντρικό πρόσωπο, ο Κ. Καβάφης καθιστά αναπόφευκτη την ταύτιση του  με τον Ιάσονα Κλεάνδρου. Παράλληλα, προκαλείται ο συνειρμός πως πρόκειται για έναν άνθρωπο πνευματικά καλλιεργημένο που, λόγω της ενασχόλησης του με την τέχνη, διέπεται από  ψυχική  ευαισθησία, ταλανίζεται από μελαγχολική  διάθεση. Όμως στην τέχνη, που διακονεί με συνέπεια, καταφεύγει για να εξασφαλίσει προσωρινή – έστω – λύτρωση.
  • εν Κομμαγηνή”: Ήταν ένα κρατίδιο στα Β.Α. της Συρίας, με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα, που το 638 από τους Βυζαντινούς πέρασε στην εξουσία των Αράβων. Την εποχή που προσδιορίζει ο τίτλος (τέλη 6ου αιώνα) το άλλοτε ακμαίο κρατίδιο βρισκόταν σε παρακμή. Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι παρατίθεται στον τίτλο ως σύμβολο φθοράς που προκαλεί ο χρόνος όχι μόνο στο θνητό άνθρωπο, αλλά και στα δημιουργήματά του που έμοιαζαν κάποτε ότι θα παραμείνουν αναλλοίωτα στο αδυσώπητο πέρασμα του.
  • «595 μ.Χ.»: Ο δραματικός χρόνος του ποιήματος. Η χρονολογία παραπέμπει σε ελάχιστα χρόνια πριν το τέλος του αιώνα, δηλαδή το ψευδοϊστορικό πλαίσιο συμβολίζει χρόνο «γηρασμένο», μετάβαση σε φάση παρακμής. Ο αναγνώστης μεταφέρεται σε εποχή ανασφάλειας,       καθώς η Κομμαγηνή, που βρισκόταν       σε παραμεθόρια περιοχή του ελληνόφωνου κόσμου, ήταν ήδη διαφιλονικούμενο κρατίδιο μεταξύ Βυζαντινών και Περσών, ώσπου το 638 καταλήφθηκε από τους Άραβες. Αντιστοίχως και ο Κ.Κ. βρίσκεται σε ηλικιακή μεταβατική φάση, όπου οριστικά πλέον τον έχει εγκαταλείψει η νεότητα και από την ωριμότητα που βρίσκεται επίκειται το πέρασμα στην αμετάκλητη κατάσταση του γήρατος.
Εν κατακλείδι, ο τίτλος αποσκοπεί ώστε να αποδώσει ο ποιητής – αποστασιοποιημένος από τον υποκειμενισμό του και κατά το δυνατό νηφάλιος – με την καλλιτεχνική του προσέγγιση το αιώνιο για τον  άνθρωπο, όπου της γης, πρόβλημα του φυσικού νόμου της φθοράς που αργά ή γρήγορα θα επιφέρει και το τέλος.


Β2. Εκφραστικά μέσα – σχήματα λόγου:
Γενικώς, τα ποιήματα του Κ. Καβάφη δε χαρακτηρίζονται για τον εμπλουτισμό   τους από εκφραστικά μέσα /σχήματα λόγου. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει για το παρόν ποίημα που αν και είναι σύντομο - μόλις 9 στίχων -απαντώνται πολλά εξ’ αυτών. Ειδικότερα εντοπίζουμε:
α. Προσωποποιήσεις:  Εις  σε  προστρέχω  Τέχνη  της  Ποιήσεως,  που  κάπως ξέρεις  από φάρμακα – εν Φαντασία και Λόγω – Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως
β. Μεταφορές: είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι – τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως
γ. Υπαλλαγή: είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι (αντί: φρικτή πληγή από μαχαίρι)
δ. Υπερβατό και αναστροφή: νάρκης του άλγους δοκιμές (αντί: δοκιμές νάρκης  του άλγους)
ε.  Επανάληψη: είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι – πληγή – Τέχνη της Ποιήσεως – φάρμακα.
στ.  Αποστροφή και Προσφώνηση: Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως – Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως.
Και η λειτουργία τους:
α.  Προσωποποιήσεις - β. Μεταφορές - στ. Αποστροφή  και  Προσφώνηση:  Το Ποίημα είναι αυτοαναφορικό, ο ποιητής με έναν άτυπο διάλογο (στην ουσία εσωτερικός  μονόλογος) συνομιλεί με την τέχνη του που προσωποποιεί - σχεδόν θεοποιεί - με τα κεφαλαία γράμματα – προσδοκώντας μια πρόσκαιρη απάλυνση του ψυχολογικού άχθους που βιώνει λόγω της γήρανσης, από τα μέσα της Ποίησης, τη Φαντασία και το Λόγο.
γ. Υπαλλαγή - δ. Υπερβατό και αναστροφή: σχήματα λόγου που παραπέμπουν σε  λόγια έκφραση (μεικτή γλώσσα ποιητικής γραφής Κ. Καβάφη)
ε. Επανάληψη: τονίζεται με έμφαση το ψυχολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ποιητής και ταυτόχρονα ότι γνωρίζει πως μόνο η τέχνη του μπορεί να του σταθεί αρωγός.


ΘΕΜΑ Γ
Γ1. Στους στίχους αυτούς προβάλλεται η θεραπευτική διάσταση της ποίησης, που μόνο αυτή δύναται να καταπραΰνει  τον πόνο της ψυχής του δημιουργού. Ο ποιητής – αναγνωρίζοντας την τέχνη του ως μοναδικό καταφύγιο – προσωποποιεί την ποίηση και αιτείται τη θεραπεία της. Η χρήση α’ και β’ προσώπου και το “Εις σε” αποδίδουν στην αφήγηση θεατρικότητα, ενώ η παράθεση του ρήματος “προστρέχω” καταδεικνύει την εναγώνια αναζήτηση παρηγοριάς. Η επίκληση – με κεφαλαία τα αρκτικά – “Τέχνη της  Ποιήσεως” φανερώνει την εκτίμηση που τρέφει ο Κ. Καβάφης  στην  τέχνη  του,  την οποία  σχεδόν θεοποιεί, αφού  θα  του προσφέρει τα καταπραϋντικά της μέσα για τον πόνο του, ενώ παραπέμπει ευθέως σε αρχαίους ποιητές, όπως ο Όμηρος,  που στην έναρξη των έργων τους συχνά επικαλούνταν τη σύμπραξη της θεϊκής ποιητικής Μούσας. Με τη φράση “που κάπως ξέρεις από φάρμακα” φανερώνεται πως ο  ποιητής,  ως  ρεαλιστής,  γνωρίζει  πως  η   ποιητική  θεραπεία  θα  έχει  μόνο  εφήμερα αποτελέσματα· προφανώς το ξέρει γιατί και άλλες φορές στο παρελθόν – αντιμετωπίζοντας δυσβάστακτες ψυχολογικές καταστάσεις – προσέφυγε στη λυτρωτική της αρωγή. Ειδικώς, το “κάπως” τονίζει ότι η παροδική ανακούφιση από το άχθος του γήρατος έχει διάρκεια όση και η διαδικασία σύνθεσης ενός ποιήματος κι όταν αυτό ολοκληρώνεται, αναιρείται και το αίσθημα της ανακούφισης. Η αυτογνωσία του επιβεβαιώνεται και με τη φράση “νάρκης του άλγους δοκιμές”, δηλαδή πρόκειται για απόπειρες να ναρκωθεί προσωρινά και όχι σίγουρα να γιατρευτεί μόνιμα. Αυτό είναι και το αναμενόμενο, εφόσον κανένα στοιχείο, ούτε καν η τέχνη, δε μπορεί να αποτρέψει το  αέναο  κύλισμα  του  χρόνου  ούτε  και να  απαλείψει τα σημάδια φθοράς. Πρόσκαιρη, λοιπόν, λήθη αναζητεί για να διαφύγει ο δημιουργός από την ωμή πραγματικότητα που τον κατατρύχει και να νιώσει πως είναι ακόμη ζωντανός με  την πνευματική δημιουργία, στοιχείο που παραπέμπει σε περίοδο νεότητας. Για να βιώσει αυτή την ψευδαίσθηση ο ποιητής καλεί την ποίηση “εν Φαντασία και Λόγω”, δυο έννοιες που συνιστούν την ουσία   της, τις οποίες, επίσης, προσωποποιεί ο Κ. Καβάφης. Η “φαντασία” είτε αναπαραστατική – μνημονική είτε δημιουργική είναι έννοια δηλωτική της σύλληψης, της έμπνευσης, η πηγή άντλησης καλλιτεχνικού υλικού· μ’ αυτήν ο ποιητής συλλαμβάνει ιδέες και δια του “λόγου” τις μετουσιώνει σε έργο τέχνης και έτσι η σκέψη του  λαμβάνει υπόσταση γραπτής έκφρασης. Η φαντασία είναι η σύλληψη και ο λόγος η αποτυπωμένη πραγμάτωσή της· άρα, οι συμπληρωματικές αυτές έννοιες αποτελούν τα θεμελιώδη εργαλεία της ποιητικής τέχνης.

ΘΕΜΑ Δ
Δ1. Ενδεικτικά, ως ομοιότητες των δύο – αυτοαναφορικών και εξομολογητικών – ποιημάτων μπορούν να ανιχνευθούν:
  • Πρώτη: Ο Κ. Καβάφης με  την εκκίνηση του ποιήματος  – δια του προσωπείου του Ιάσωνος - δηλώνει ανενδοίαστα πως η φυσική κατάπτωση που διαπιστώνει να αποτυπώνεται από το χρόνο στο πρόσωπο και στο σώμα είναι η πηγή της θλίψης του. Ομοίως, ο Τ. Λειβαδίτης αναφέρεται στο προχωρημένο της ηλικίας του με το συμβολισμό του στίχου “στην ηλικία μου χιόνιζε, χιονίζει αδιάκοπα”. Τον προβληματισμό του για τη ζωή που βλέπει να χάνεται καταγράφει με  έμφαση στη συνέχεια, όταν ταυτίζει την ηλικία του με τον πόνο (“κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου”). Βέβαια, κατά μια άλλη προσέγγιση ο “πόνος” που βιώνει ο ποιητής ίσως να επιδέχεται και ετέρου αποσυμβολισμού, δηλαδή στον επόμενο στίχο, όπου διατείνεται “κανείς δεν … εκτός από τον ίδιο  μου τον πόνο” ο όρος εδώ μπορεί να συσχετίζεται με την τέχνη του, με το ποιητικό του έργο δια του οποίου προσπαθεί για να “αρπαχτεί από τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας”, που σημαίνει ότι μόνο μέσω της πνευματικής παραγωγής μπορεί ο άνθρωπος να κερδίσει – με την υστεροφημία του - άνιση  μάχη  με  το  χρόνο.  Αλλά  αυτό  δεν  είναι  διόλου εύκολο  να πραγματωθεί γιατί χρειάζεται καταβολή μεγάλου μόχθου, να “ματώσει” ο δημιουργός.
  • Δεύτερη: Κοινή συνισταμένη  των  έργων  είναι  η  ατμόσφαιρα  απαισιοδοξίας: Ο Κ. Καβάφης δηλώνει πως «δεν έχω εγκαρτέρησι καμία»˙ όπως και ο Τ. Λειβαδίτης εξομολογείται: «η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω από το αυριανό μου τίποτα». Στο ποίημα του Κ. Καβάφη το άλγος του δημιουργού εξαιτίας της γήρανσης αποδίδεται με τον επαναλαμβανόμενο στίχο-“γέφυρα” μεταξύ πρώτης και δεύτερης στροφής “είναι πληγή από φρικτό  μαχαίρι”, όπου “πληγή” είναι η συναισθηματική κατάπτωση και “μαχαίρι” ο άτεγκτος  χρόνος.  Αντιστοίχως στο  έργο  του  Τ. Λειβαδίτη  το  θέμα  της  μελαγχολικής  διάθεσης ανιχνεύεται στο στίχο “κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου”, όπως και στους στίχους  “–  είμαι  εδώ,  ανάμεσα  σας,  κι   ολομόναχος”,  “όταν  δεν  μπορεί  πια  να  σου χρησιμεύσει σε τίποτα” και υπογραμμίζεται με έμφαση με τη λέξη “πόνος” που επαναλαμβάνεται. Περαιτέρω, ως ομοιότητα μπορεί να εκληφθεί και η κοινή αναφορά σε ιατρικούς όρους: πληγή, φάρμακα (Κ.Κ.), επίδεσμος, πόνος (Τ.Λ.).
  • Τρίτη: Για τον Κ. Καβάφη η ποίηση, δηλαδή το αίτιο και το αποτέλεσμα κατά σχήμα “φαύλου κύκλου»  καθιστά  πιο  ευαίσθητο  τον  κάθε  δημιουργό  της από  τον  απλό  καθημερινό άνθρωπο – αποτελεί συνάμα και το πρόσφορο καταφύγιό του / «Εις σε προστρέχω … να μη νοιώθεται η πληγή»). Η πρόσκαιρη απάλυνση που του παρέχει η ποίηση είναι η ευφορία που προκαλεί η δημιουργία, κατάσταση που παραπέμπει στη νεότητα, οπότε μ’ αυτόν τον πλάγιο τρόπο – που ίσως συνιστά και ψευδαίσθηση – ο γηραιός ποιητής νιώθει πως διαφεύγει από την αβάσταχτη πραγματικότητα και – για λίγο – αποφορτίζεται. Ομοίως, στο ποίημα του Τ. Λειβαδίτη με τη φράση «σα μια μεγάλη αλήθεια» η ποίηση φαίνεται να δεσπόζει στη συνείδησή του ως η ανυπέρβλητη ουσία της ζωής, η κορυφαία των τεχνών, που άξιζε για να την υπηρετήσει να αφήσει τη «ζωή», αυτή των πολλών ανυποψίαστων ανθρώπων που βίωσαν τις μικροχαρές της για τις οποίες ο δημιουργός δηλώνει τώρα σε προχωρημένη ηλικία πως «δίψασε». Η «αλήθεια» αυτή της ποίησης αποκαλύπτεται «ύστερα από χρόνια», μετά από επίπονες προσπάθειες που απαιτούν ολοκληρωτική αφιέρωση και κατάθεση ψυχής από τον «ολομόναχο» εντός του πλήθους ποιητή.

Ενδεικτικά, ως διαφορές των δύο βιωματικών ποιημάτων – εσωτερικών μονολόγων μπορούν να σημειωθούν:
  • Πρώτη: Ο Κ. Καβάφης υιοθετώντας το προσωπείο     του «Ιάσωνος Κλεάνδρου» και το ψευδοϊστορικό πλαίσιο του τίτλου, επιθυμεί να αποδώσει πανανθρώπινη διάσταση και οικουμενικότητα στο πρόβλημα της προχωρημένης ηλικίας που τον κατατρέχει, αποστασιοποιούμενος από την υποκειμενικότητα της προσωπικής του μελαγχολίας διάθεσης. Αντίθετα, ο Τ. Λειβαδίτης  αναφέρεται ξεκάθαρα στον εαυτό του και υπό μορφή εξομολόγησης καταθέτει το σκεπτικισμό του για τη ζωή,  την ηλικία και το έργο του. Ο αμιγώς προσωπικός τόνος του ποιήματος αναδεικνύεται και με το χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοβιογραφία».
  • Δεύτερη: Το βαρύ, απαισιόδοξο κλίμα είναι προδήλως εμφανές και στα δύο έργα. Ωστόσο, ο Καβάφης  εκλαμβάνει ως καταφυγή την τέχνη του, ακόμη κι αν λειτουργεί ως μικρής διάρκειας «νάρκωση», του παρέχει «ανάσες» ζωής, τον γλιτώνει έστω και φαντασιακά από την αδιάκοπη όσο και φθοροποιό δύναμη του χρόνου («Εις σε … πληγή»). Στον αντίποδα, ο Λειβαδίτης δηλώνει ότι κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τον βοηθήσει να καταπραΰνει το άλγος του, εκτός από τον ίδιο τον … πόνο του, που ενδέχεται να προκαλείται / ταυτίζεται με τη δια  βίου αφοσίωσή του στην ποίηση, που νιώθει ότι δεν έλαβε απ’ αυτήν «ανταμοιβή» του· σα να αυτοχαρακτηρίζεται την παραίτησή του από την τέχνη του, γι’ αυτό και δηλώνει «ολομόναχος». Τέλος, ενώ ο Κ. Καβάφης διαλέγεται με την τέχνη του, που προσωποποιεί, ο Τ. Λειβαδίτης διαλέγεται με τους «ανθρώπους» (αρχή ποιήματος) εννοώντας προφανώς αυτούς που ανήκουν στο αναγνωστικό κοινό της ποίησης, προς τους οποίους δηλώνει πως είναι πια πεπεισμένος ότι το επάγγελμά του – η ποίηση – ακόμη κι αν για μια ολόκληρη ζωή αφιερωθεί κανείς, «ακατόρθωτο» θα μείνει.

 Απαντήσεις από το Φροστιστήριο "Μεθοδικό"
                                                                       http://sygxrono-karditsa.blogspot.com



[1][1] Να σημειωθεί ότι το ποίημα με τον παρόντα τίτλο δημοσιεύτηκε το 1921 (όταν ο Κ. Καβάφης ήταν πλέον 58 ετών), όμως γράφτηκε το 1918 (σε ηλικία 55 ετών) με αρχικό τίτλο «Μαχαίρι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου