ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ:
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Διονύσιος Σολωμός, «Ο Κρητικός»
Αποσπάσματα 2[19],3[20], 4[21]
2 [19]
Πιστέψετε π'
ό,τι θα πω είν' ακριβή αλήθεια,
μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας,
μά την ψυχή που μ' έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τσ' αχνούς αναστημένους κράζω:
«Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Kαπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ' αυτήνη».
«Ψηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδια,
στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά 'μπει στο κορμί της
ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος
και τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύει
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας,
μά την ψυχή που μ' έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τσ' αχνούς αναστημένους κράζω:
«Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Kαπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ' αυτήνη».
«Ψηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδια,
στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά 'μπει στο κορμί της
ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος
και τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύει
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
3 [20]
Aκόμη
εβάστουνε η βροντή . . . . . .
Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα
κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν' αφήσει.
Δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι εχάρη,
εσειόνταν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα
κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν' αφήσει.
Δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι εχάρη,
εσειόνταν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
4. [21]
Eκοίταξε τ'
αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ' αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Tέλος σ' εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ' εμέ την κεφαλή της κλίνει
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ' εκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει.
[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.]
Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
έτρεμαν και δε μ' άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ' ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«T' αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ' αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mακριά 'πό κείθ' εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ' αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Tέλος σ' εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ' εμέ την κεφαλή της κλίνει
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ' εκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει.
[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.]
Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
έτρεμαν και δε μ' άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ' ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«T' αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ' αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mακριά 'πό κείθ' εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Από ποια
πραγματικά γεγονότα είναι εμπνευσμένο το ποίημα «Ο Κρητικός»;
2. Πώς λειτουργεί ο όρκος στο ποίημα (στ. 2-4 του αποσπάσματος 2[19]);
3. Να εντοπίσετε πέντε διαφορετικά σχήματα λόγου στα αποσπάσματα που σας δόθηκαν.
4. Ποια στοιχεία του ποιήματος προετοιμάζουν την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης;
5. Να εντοπίσετε ομοιότητες ανάμεσα στο απόσπασμα 4[21] του «Κρητικού» και στο ποίημα του Κλείτου Κύρου. Κλείτος Κύρου, «Οπτική απάτη»
2. Πώς λειτουργεί ο όρκος στο ποίημα (στ. 2-4 του αποσπάσματος 2[19]);
3. Να εντοπίσετε πέντε διαφορετικά σχήματα λόγου στα αποσπάσματα που σας δόθηκαν.
4. Ποια στοιχεία του ποιήματος προετοιμάζουν την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης;
5. Να εντοπίσετε ομοιότητες ανάμεσα στο απόσπασμα 4[21] του «Κρητικού» και στο ποίημα του Κλείτου Κύρου. Κλείτος Κύρου, «Οπτική απάτη»
Κατατρύχονταν από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε στον ύπνο του μ΄ υψωμένα
Χέρια να παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά
Μ΄ αστραπές στα μάτια και στα δόντια
Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε
διδαχθεί
Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης.
Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. «Ο Κρητικός» είναι το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που αναπολεί τα περασμένα και κυρίως το περιστατικό ενός ναυαγίου που σημάδεψε τη ζωή του. Η υπόθεση του ποιήματος τοποθετείται χρονικά μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Πηγή έμπνευσης προκειμένου να συνθέσει ο Σολωμός τον «Κρητικό» στα 1833-34 στάθηκε η επανάσταση στην Κρήτη και συγκεκριμένα η κατάληψη της Μεσσάρας και κατόπιν των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24. Η κατάληψη αυτή έτρεψε σε φυγή χιλιάδες Κρητικούς, οι οποίοι με πλοία έφυγαν από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο. Η μετακίνηση των προσφύγων γίνονταν σε αντίξοες συνθήκες, καθώς η γεωγραφική θέση της Κρήτης και τα μέσα μετακίνησης της εποχής δεν ευνοούσαν τη μετακίνηση, γεγονός που οδήγησε σε πολλά ναυάγια. Η σχέση του ποιήματος με την ιστορική πραγματικότητα δεν είναι τόσο στενή, ωστόσο αποτελεί υπόβαθρο του ποιήματος.
2. Στο δεύτερο απόσπασμα ο Κρητικός απευθυνόμενος σε ένα υποθετικό ακροατήριο διαβεβαιώνει πως όλα όσα θα διηγηθεί στη συνέχεια είναι αληθινά και προσπαθεί να προλάβει με αυτό τον τρόπο τη δυσπιστία του αναγνώστη. Οι εκκλήσεις εμπίστευσης του Κρητικού συνοδεύονται από τριπλό όρκο-είναι εμφανής σε αυτό το σημείο η αναλογία με το δημοτικό τραγούδι. Οι όρκοι δεν γίνονται όπως συνήθως στα ιερά, αλλά σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του Κρητικού που είναι σημαντικά γι΄αυτόν. Μέσω του όρκου τονίζονται η γενναιότητα «μοφαγαν τα στήθια», η αγάπη για την πατρίδα και τους συντρόφους «Μα τους συντρόφους ποπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας» και ο έρωτας «την ψυχή που μ΄ έκαψε». Το τελευταίο σκέλος του όρκου «Μα την ψυχή που μ΄ έκαψε τον κόσμο παρατώντας» προοικονομεί καίριο σημείο της αφήγησης, καθώς γίνεται υπαινιγμός του θανάτου της κόρης. Ο στίχος 4 προοικονομεί την ανάσταση της κόρης. Η συνειρμική ανάμνηση της κόρης οδηγεί τον ήρωα να φανταστεί την ένωση μαζί της τη στιγμή της έσχατης κρίσης.
3. Ενδεικτικά παραδείγματα σχημάτων λόγου από τα αποσπάσματα 2[19],3[20], 4[21] είναι τα εξής:
Απόσπασμα 2, στ. 1: «Πιστέψτε π΄ ότι θα πω ειν΄ ακριβή αλήθεια»: Αποστροφή.
Απόσπασμα 2, στ. 7: «Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;»: Σχήμα κατεξοχήν.
Απόσπασμα 3, στ. 1: «Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει...»: Παρομοίωση (Είναι και μεταφορά λόγω του σκίρτησε).
Απόσπασμα 3, στ.13: «Έτρεμε το δροσάτο φως»: Σχήμα συναισθησίας (Ταυτόχρονα είναι και οξύμωρο).
Απόσπασμα 4, στ.11: «Όχι στην κόρη, αλλά σ΄ εμέ την κεφαλή της κλίνει»: Σχήμα άρσης και θέσης.
4. Η παρουσία της μορφής της Φεγγαροντυμένης προετοιμάζεται μέσω της ριζικής αλλαγής του σκηνικού που παρακολουθούμε στο τρίτο απόσπασμα. Την εικόνα της θαλασσοταραχής του πρώτου στίχου διαδέχεται η νηνεμία, η γαλήνη, απόλυτη ησυχία. Τα αποσιωπητικά στο τέλος του πρώτου στίχου ορίζουν το χρόνο που απαιτείται για την εναλλαγή του σκηνικού. Η επανάληψη του «ησύχασε-ησυχία» τονίζει την αλλαγή των εξωτερικών συνθηκών. Η φύση ηρεμεί, επικρατεί σιγή σε όλη την πλάση. Μέσω παρομοιώσεων ο Σολωμός αποδίδει την εικόνα της ηρεμίας. Η θάλασσα είναι τόσο γαλήνια που μοιάζει σαν λιβάδι με λουλούδια, καθώς στην επιφάνεια της καθρεφτίζονται τα αστέρια. Ο άνεμος δεν πνέει ούτε όσο όταν περνάει η μέλισσα από τα λουλούδια. Μια κρυφή δύναμη επιβάλλεται στη φύση, την αναγκάζει να παραμερίσει το θυμό και το φεγγάρι ξετυλίγει μια κρυμμένη μορφή. Το λογοτεχνικό αυτό μοτίβο της σιγής του κόσμου συνήθως το ακολουθεί ένα φοβερό συμβάν ή μία θεία εμφάνιση μπροστά σε θνητό. Στην περίπτωση μας η σιγή προετοιμάζει την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης. Η Φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται ως μυστηριακό σύμβολο.
5. Διαβάζοντας παράλληλα τα δύο ποιήματα διαπιστώνουμε πως τόσο στον «Κρητικό» όσο και στην «Οπτική απάτη» του Κλείτου Κύρου κυριαρχούν δύο γυναικείες μορφές, η Φεγγαροντυμένη και η μορφή μιας γυναίκας που δεν κατονομάζεται, οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται. Συγκεκριμένα:
- Η μορφή της Φεγγαροντυμένης ξεπροβάλλει μέσα από το φως του φεγγαριού σαν οπτασία, όταν ο Κρητικός χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα και την αίσθηση του χρόνου. Είναι μια γυναικεία μορφή που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστηκά του θαύματος. Και η εμφάνιση της γυναίκας στον Κύρου γίνεται όχι στο χώρο της πραγματικότητας, αλλά του ονείρου και της οφθαλμαπάτης «Την έβλεπε στον ύπνο του», «Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα».
- Προσπαθώντας να περιγράψει τη Φεγγαροντυμένη ο Κρητικός ανακαλεί μνήμες από το παρελθόν και βιώματα (μητρική αγκαλιά, ερωτικό αντικείμενο του πόθου, εικόνα του θείου για τους πιστούς) αναδεικνύοντας τη έτσι σε εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, σε σύμβολο. Οι πλείστες ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για τη μορφή της Φεγγαροντυμένης (θεά, ψυχή της αρραβωνιαστικιάς, αναπαράσταση θρησκείας, νεράιδα λαϊκών παραδόσεων, ενσάρκωση, αγάπης, ομορφιάς, ελευθερίας) συνηγορούν στην ανάδειξή της σε σύμβολο. Και στην «Οπτική απάτη» η γυναίκα περιγράφεται με τρόπο που την καθιστά συμβολική μορφή, «Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας».
- Τέλος η συνάντηση με τις γυναικείες μορφές στα δύο ποιήματα αφήνει τα σημάδια της πάνω στους πρωταγωνιστές, καθώς τόσο ο Κρητικός όσο και ο πρωταγωνιστής στο ποίημα του Κύρου προβληματίζονται με τη παρουσία της γυναίκας.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 20 Νοεμβρίου
2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου