Γιώργης Παυλόπουλος (γεν. 1924) (Θεωρητική Κατ/νση Γ’ Λυκείου) ΝΕΟ
Γιώργης Παυλόπουλος (γεν. 1924) (Θεωρητική Κατ/νση Γ’ Λυκείου)
Τα Αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
Α. Ποια γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Παυλόπουλου προκύπτουν από το συγκεκριμένο ποίημα;
(Μονάδες 15)
Β1. Να διακρίνετε αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου και να σχολιάσετε το πρόσωπο που αφηγείται.
(Μονάδες 20)
Β2. Μερικά από τα εκφραστικά μέσα που ενυπάρχουν στο ποίημα είναι η τεχνική της αντίθεσης-αντίφασης, το σχήμα του κύκλου και η κυριαρχία των ρημάτων και των ουσιαστικών. Αναφέρετε από ένα παράδειγμα για το καθένα και εξηγείστε τη λειτουργικότητά του ως προς το μήνυμα που το ποίημα εκπέμπει.
(Μονάδες 20)
Γ. Ψάχνουν για το κλειδί. Τι συμβολίζει το «κλειδί» και ποιος ο ρόλος των υπολοίπων «αντικλειδιών» σε σχέση μ’ αυτό;
(Μονάδες 25)
Δ. Αν υποθέσουμε πως το τραγούδι, ως μορφή τέχνης του λόγου και της μουσικής, έχει κοινά στοιχεία με την ποίηση, αναζητήστε ομοιότητες ως προς την αντιμετώπιση της τέχνης από το δημιουργό και το κοινό, ανάμεσα στο απόσπασμα του κειμένου του Μάνου Χατζιδάκι και του ποιήματος του Παυλόπουλου « Τα Αντικλείδια».
(Μονάδες 20)
«Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως. Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών. Είναι μια σχέση υπεύθυνη, μια πράξη ερωτική ανάμεσά μας που μας αποκαλύπτει. Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σας όσο και από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας, αποκαλύψεως και ανιχνεύσεως, μνήμης και προφητείας.
Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας, που θα φωτίσω τις κρυφές και αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γεννούν δικές σας και θα μεταφερθούν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα –αν είναι δυνατόν– ο εφησυχασμός σας. Κι ας μην μπορείτε να με τραγουδήσετε. Μήπως τάχα μπορείτε να εξαφανίσετε ένα πουλί ή να το φανερώσετε μέσ’ απ’ το φόρεμα ή από το μαντήλι σας; Κι όμως δεν το ξεχάσατε κι ούτε θα το ξεχάσετε σ’ όλη σας τη ζωή. Και θα το λέτε στα παιδιά σας έτσι όπως το πρωτοείδατε κάποια φορά από έναν μάγο σ’ ένα πανηγύρι – καθώς και το τραγούδι μου.
Θα το θυμάσθε και θα το ’χετε εντός σας, χωρίς την δυνατότητα να το γλεντήστε με αυτάρεσκη και δυνατή φωνή. Μόνο να το ψελλίζετε θα είναι δυνατόν, σαν προσευχή...
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.
Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες.
Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από ΄δω, δεν σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μέσ’ απ’ τη μουσική μου. Σ’ εμένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήστε. Ρωτήστε με λοιπόν. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε! Γιατί θα τραγουδήσω!
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε».
Μάνος Χατζιδάκις (Απόσπασμα από το βιβλίο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, ΄Ικαρος 1988)
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
Α. «Τα Αντικλείδια» του Γιώργη Παυλόπουλου αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της ποιητικής του γραφής, κυρίως αυτής που αφορά στη δεύτερη φάση του έργου του και έχει ως άξονα τη στροφή στην υποκειμενική έκφραση και την υπαρξιακή αγωνία. Μέρος της αγωνίας αυτής είναι η πορεία κατάκτησης του βαθύτερου νοήματος και προορισμού της ποίησης. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτήν τη φάση κατέχουν τα ποιήματα ποιητικής, ένα από τα οποία είναι και το παρόν ποίημα.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της γραφής είναι η μάταιη, σισύφεια προσπάθεια του ποιητή να κατακτήσει την ουσία της ποίησης. «Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν» … «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή».
Εξαιρετικά σύνηθες στο έργο του Παυλόπουλου είναι και το στοιχείο της συμβολιστικής γραφής. Οι λέξεις λειτουργούν ως σύμβολα, «κλειδί», «αντικλείδια», και ολόκληρη η ποιητική ιστορία αποτελεί μιαν αλληγορία, ένα ποιητικό μύθο που ρέπει στην παραβολή, σε μια απλή ιστορία με βαθύτερο όμως νόημα, όπως αυτές του Χριστού. Κυριαρχεί η μυθική – ονειρική – μυστηριακή ατμόσφαιρα λες και η πραγματικότητα αποκαλύπτεται στον αφηγητή σαν μια μορφή ενορατικής εμπειρίας. Επιπρόσθετα η ύπαρξη αφηγητή σε συνδυασμό με την αλληγορία δίνουν στο ποίημα αφηγηματικό χαρακτήρα και το κάνουν να έχει έντονα τα στοιχεία της αφήγησης.
Απόλυτα συνδεδεμένα με τα παραπάνω είναι και τα χαρακτηριστικά που αφορούν στη γλώσσα, το ύφος και τον τόνο του ποιήματος. Μια από τις αρετές της ποιητικής γραφής του Παυλόπουλου που εξύμνησε η κριτική είναι η θέρμη, η απλότητα και η πυκνότητα της γλώσσας του Παυλόπουλου που μεταφέρει αυτούσια τη ζωντάνια και τη φυσικότητα της προφορικής ομιλίας.
Το ύφος του είναι λιτό αλλά ταυτόχρονα υπαινικτικό και ο τόνος του ξεκάθαρα πεζολογικός, κουβεντιαστός χρησιμοποιώντας καθημερινό λεξιλόγιο «παγαίνουμε», «χαλάνε», «ιδού», και μάλιστα εξαιρετικά γρήγορος και κοφτός. Κυριαρχούν τα ρήματα ενώ τα περιττά επίθετα απουσιάζουν.
Τέλος αξίζει να σχολιάσουμε τον τίτλο του ποιήματος «Τα Αντικλείδια» που πρόκειται για ένα ουσιαστικό, συνοδευόμενο από ένα άρθρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα των ποιημάτων του Παυλόπουλου και ιδιαίτερα της ομώνυμης ποιητικής συλλογής, ενώ ο ελεύθερος ομοιοκατάληκτος στίχος είναι χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης ποίησης.
Β1. Ολόκληρο το ποίημα αποτελεί μια αλληγορική, ποιητική αφήγηση. Επομένως εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε σ’ αυτά ξεκάθαρα αφηγηματικά στοιχεία.
Καταρχάς, την παραβολική αυτή αφήγηση αναλαμβάνει ένας γνώστης αφηγητής, με μηδενική εστίαση που φυσικά δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον ποιητή. Η αφήγηση αυτή είναι σε τρίτο πρόσωπο και μοιάζει αποστασιοποιημένη σε σχέση με τα γεγονότα και την υπόθεση: «βλέπουν», «πηγαίνουνε». Όλα αυτά όμως ως τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης». Στο σημείο αυτό αντιλαμβανόμαστε πως ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος και ομοδιηγητικός χωρίς όμως να κατέχει και το ρόλο του πρωταγωνιστή (αυτοδιηγηματικός).
Όπως αναφέρει το σχολικό βιβλίο, η ύπαρξη παντογνώστη αφηγητή αποδεικνύεται αν εξετάσουμε τον αφηγηματικό χώρο και τον αφηγηματικό χρόνο. Η εποπτεία του αφηγητή σ’ αυτά τα δύο στοιχεία της αφήγησης είναι καθολική. Χώρος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι « ο κόσμος», ενώ ο χρόνος της ιστορίας είναι η αιωνιότητα «από τότε που υπάρχει ο κόσμος», χαρίζοντας στον ποιητικό μύθο καθολικότητα και διαχρονικότητα. Εδώ θα πρέπει να γίνει λόγος και για τη χρονική διάρκεια της αφήγησης που φυσικά είναι μικρότερη από αυτήν της ιστορίας, συνιστώντας επιτάχυνση του ρυθμού της αφήγησης, ενώ φυσικά η επαναληπτικότητα των γεγονότων που εκφράζεται και με το σχήμα του κύκλου έχει να κάνει με τη χρονική συχνότητα κατά τον Genette.
Τα πρόσωπα επίσης της ιστορίας αποτελούν αφηγηματικά στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τον αφηγητή, συμμετέχουν στη δράση και οι υπόλοιποι ποιητές που από καταβολής κόσμου αγωνίζονται να κατακτήσουν τον αιώνιο γρίφο της ουσίας της Ποίησης. Επιπρόσθετα, εκτός από τους ποιητές, πρόσωπα που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αφήγηση αποτελούν και οι «μερικοί» που «κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν/τίποτα και προσπερνούνε» που αποτελούν τους αμύητους και αδιάφορους, ως προς την τέχνη της Ποίησης ανθρώπους που είναι και πολύ περισσότεροι σε πλήθος.
Τέλος σαφής, σύμφωνα με όσα έχουμε πει, είναι η ύπαρξη μύθου στο ποίημα όπως και συγκεκριμένης πλοκής με ανατροπές «Η πόρτα τότε κλείνει» και δράση, κυρίως μέσα από την ευρεία χρήση ρημάτων «πηγαίνουνε να μπουν», «Χτυπάνε μα…». Η δομή, είναι η κλασσική δομή ενός μύθου ή μιας αλληγορίας, με το επιμύθιο στο τέλος του ποιήματος «Ίσως τα ποιήματα…Ποίησης». Πέραν τούτων το ποίημα είναι διάσπαρτο με συναισθήματα και διακυμάνσεις, απογοητεύσεις και απώλειες, μαγεμένοι, τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια…, χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις που φέρνουν το ποίημα πιο κοντά στην αφήγηση μιας ιστορίας.
Β2. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων του Παυλόπουλου είναι μια από τις αρετές, όπως είδαμε, της ποίησής του. Παρόλα αυτά τα λίγα, σε αριθμό, εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής αποτελούν καίριας σημασίες ποιητικές επιλογές και σχετίζονται άμεσα με τον ποιητικό μύθο και το περιεχόμενο του ποιήματος.
Αρχικά καθοριστικό και διάχυτο σε όλο το ποίημα είναι το στοιχείο της αντίθεσης-αντίφασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης αποτελεί αυτή ανάμεσα στους «πολλούς», οι οποίοι δε γοητεύονται από τη μαγεία της ποίησης, και τους «λίγους» που αποτελούν και τα «θύματα» της ακαταμάχητης έλξης που αυτή τους ασκεί. Η Ποίηση αποτελεί «το καταφύγιο που φθονούμε», όπως έχει πει ο Καρυωτάκης, και μέσα από αυτή την αντίθεση φανερώνεται πως ο διακαής πόθος των ποιητών να μυηθούν στα βαθύτερα μυστικά της δεν είναι παρά ο πόθος μιας μικρής μειοψηφίας ρομαντικών οραματιστών. Η πλειοψηφία από την άλλη των ανθρώπων δεν ενδιαφέρεται ή δεν αποκωδικοποιεί όσα η ποίηση πρεσβεύει. Αυτοί «κοιτάζουν» (=στρέφω το βλέμμα κάπου) χωρίς να «βλέπουν» (=αντιλαμβάνομαι μέσω της όρασης), ρίχνουν ένα φευγαλέο βλέμμα χωρίς να παρατηρούν. Τέλος οι «μυημένοι» έχουν μαγευτεί από την ακαταμάχητη επίδραση της ποίησης βιώνοντας μιαν υπερβατική εμπειρία ενώ η πλειοψηφία απλά προσπερνά αδιάφορη.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αντίφασης από την άλλη, που ταυτόχρονα αποτελεί οξύμωρο σχήμα είναι αυτή ανάμεσα στην αέναη προσπάθεια των ποιητών να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης που όμως στον καταληκτικό τίτλο του ποιήματος αποδεικνύεται πως είναι ανοιχτή! Αυτή η αντίφαση αισθητοποιεί πως η προσπάθεια των ποιητών να ανοίξουν μια ανοιχτή πόρτα δεν μπορεί παρά να είναι ατελέσφορη και πως είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα καταλήξει στο κενό, προβάλλοντας το αδιέξοδο στο οποίο καταλήγει κάθε ποιητική απόπειρα. «Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική ούτε φιλοσοφική», όπως γράφει η Τασούλα Καραγεωργίου. («Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μία διδακτική δοκιμή», Γράμματα και Τέχνες, ό.π., σ.37-39).
Αυτή η χιμαιρική αναζήτηση της κατάκτησης της Ποίησης αποτυπώνεται και με το σχήμα του κύκλου, το νόημα του οποίου επεκτείνει την προηγούμενη σκέψη μας. Στην ουσία ο τελευταίος στίχος αποτελεί επανάληψη του πρώτου με μια διαφοροποίηση: το «Μα». Με το άνοιγμα της πόρτας μετά το τέλος της προσπάθειας αρχίζει ένας νέος κύκλος ατέρμονης αλλά και ατελέσφορης αναζήτησης της ύψιστης ποιητικής ουσίας, που όμως εξασφαλίζει, εδώ και αιώνες την ασταμάτητη ποιητική παραγωγή, την παραγωγή αντικλειδιών. Έτσι, όπως το σχολικό βιβλίο αναφέρει, το ποίημα –αλλά και ο ποιητής- γίνεται φορέας της εμπειρίας που περιγράφει. Επίσης μέσω του κύκλου το ποίημα δεν έχει τέλος και μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Η διαδικασία ξεκινά λοιπόν ξανά και αυτό συνιστά και το κεντρικό νόημα του ποιήματος.
Φυσικά η κυριαρχία των ρημάτων και των ουσιαστικών καταδεικνύουν σημαντικά χαρακτηριστικά της ποιητικής σκέψης του Γιώργη Παυλόπουλου. Τα ρήματα, φορείς ενέργειας, δράσης και εξέλιξης εξασφαλίζουν ταχύτητα στο λόγο, μια ταχύτητα που απαιτεί η εξιστόρηση ενός μύθου: είναι, κοιτάζουν, βλέπουν, ανοίγει, χτυπάνε, κλείνει, προσπαθούν. Βρίσκονται σε τρίτο ενικό, εκτός από το ανοίξουμε και σε χρόνο ενεστώτα δηλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επανάληψη και τη διάρκεια. Ο λόγος του ποιήματος είναι γρήγορος και κοφτός και οι προτάσεις, κατά μείζονα βαθμό κύριες, εξυπηρετούν την γρήγορη, προφορική αφήγηση μιας ιστορίας. Προς επίρρωση όλων αυτών, τα ουσιαστικά, δωρικά, χωρίς κοσμητικά επίθετα και καλολογικά στοιχεία, αποτελούν νοηματικούς άξονες του ποιήματος και διαρθρώνουν την πλοκή εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και την αλληλουχία του ποιητικού μύθου. Η πόρτα, τα αντικλείδια, το κλειδί, η αρμαθιά, η ζωή, τα ποιήματα και φυσικά η Ποίηση συνιστούν μόνα τους μια μικρή ποιητική ιστορία αλλά και τους «φωτεινούς λύχνους» της δυσερμήνευτης αλληγορικής ποίησης του Παυλόπουλου. Σηκώνουν το βάρος της ποιητικής του γραφής και μάλιστα ένα από αυτά, τα αντικλείδια, τιτλοφορεί το ποίημα αλλά και ολόκληρη την ποιητική συλλογή.
Γ. Η αλήθεια είναι πως ενώ ο ποιητής, σχεδόν ρητά αποκαλύπτει το αλληγορικό νόημα των αντικλειδιών, για το κλειδί ελάχιστα μας διαφωτίζει. Αδιαμφισβήτητα το κλειδί αποτελεί στόχο. Το ερώτημα συνίσταται ως εξής: Τι είναι το κλειδί; Αμέσως όμως μετασχηματίζεται: Πώς, ενώ δεν έχουν βρει το κλειδί, κατασκευάζουν αντικλείδια;
Το κλειδί αρχικά είναι ένα ενώ τα αντικλείδια πολλά. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κλειδί αποτελεί ένα ιδανικό, κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τα αντικλείδια. Επεκτείνοντας τη σκέψη μας, καθώς τα αντικλείδια είναι τα ποιήματα που μάταια προσπαθούν να αγγίξουν τη βαθύτερη ουσία της ποίησης, το κλειδί θα μπορούσε να είναι το ποίημα αυτό που θα αποκάλυπτε όλα τα μυστικά του μυστηρίου της Ποίησης, θα αντιπροσώπευε όλες τις τεχνοτροπίες της και θα υπηρετούσε κάθε αξία της, το τέλειο ποίημα. Το ποίημα αυτό όμως δεν το κατέχει κανείς (ή τουλάχιστο αυτό ξέρουμε ως τώρα) και η αναζήτησή του αποτελεί ζητούμενο. Το κλειδί βέβαια, γίνεται αντικείμενο αγωνιώδους αναζήτησης στην οποία πολλοί ποιητές αφιερώνουν ολόκληρή τους τη ζωή. Ο στόχος λοιπόν είναι ανέφικτος, η προσπάθεια απογοητευτική και τραγική η μοίρα όσων πίστεψαν ότι μπορούν να το βρουν. Αυτή όμως η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου οδηγεί στην παραγωγή αντικλειδιών, επομένως και ποίησης και εξασφαλίζει την ποιητική δημιουργία ως ένας αλάνθαστος μηχανισμός εδώ και αιώνες.
Τα αντικλείδια επομένως λειτουργούν για τους ποιητές ως υποκατάστατο του τέλειου ποιήματος, ως «ψηλάφισμα» των ποιητών στην ουσία της ποιητικής τέχνης, στην πραγματικότητα στα τυφλά. Φτιάχνουν αντικλείδια, χωρίς το κλειδί, με πλήρη άγνοια του στόχου ή του τρόπου επίτευξής του. Τα αντικλείδια αποτελούν λοιπόν τα «ατελή» ποιήματα ή γενικά τα ποιήματα που έχουν γραφτεί, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται και που η απόκλισή τους από την τελειότητα αποτελεί εχέγγυο πως η απροσπέλαστη πόρτα της Ποίησης δε θα παραβιαστεί ποτέ, πως τα μυστικά της δε θα αποκαλυφθούν. Αυτό όμως δεν αποτελεί προϊόν κάποιας μυστικής σύμβασης αλλά αποτέλεσμα αδυναμίας. Οι ποιητές λοιπόν δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να συμβιβαστούν με τη συνειδητοποίηση της ατέλειάς τους και να περιοριστούν στην δημιουργία ποιημάτων προσπαθώντας για πάντα να καταλάβουν τον ποιητικό κόσμο. Ο κόσμος όμως της ποίησης είναι απόρθητος, γιατί ακριβώς είναι απεριόριστος και μυστηριακός, ένα κομμάτι του «θείου» που οι ποιητές ως θνητοί αδυνατούν τελικά και λόγω «φυσικών» περιορισμών να προσεγγίσουν. Είναι η συνέπεια της φθαρτής τους μοίρας κι εδώ βέβαια συναντάμε την αρχέγονη αντίληψη για τη φύση της ποίησης.
Δ. Ο Μάνος Χατζιδάκις, μέσα από το δοκίμιό του μας εκθέτει τις απόψεις του για την υψηλή τέχνη της μουσικής και του τραγουδιού, μας περιγράφει τον τρόπο και τη φιλοσοφία με βάση την οποία δημιουργεί καθώς και μας δίνει οδηγίες και συμβουλές για τον τρόπο πρόσληψης της τέχνης του από μας, το κοινό του. Μπορούμε να διακρίνουμε ομοιότητες με τον Παυλόπουλο σε σχέση με την αντίληψή τους για την τέχνη και αλλά και την πρόσληψη της τέχνης τους από το κοινό.
Αρχικά, για τον ίδιο τον συνθέτη η μουσική δημιουργία αποτελεί μια μορφή ιεροτελεστίας, μια μυστηριακή αλλά γεμάτη ευλάβεια και προσήλωση επίπονη προσπάθεια: «Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σας όσο και από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας», «Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή». Αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα, η αίσθηση του ονείρου και της ευλαβικής προσέγγισης της ποίησης καθώς και η αγωνιώδης προσπάθεια εντοπίζεται και στον Παυλόπουλο: «μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν», «Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν». Ο ποιητής είναι ο προνομιακός φορέας του βαθύτερου νοήματος της τέχνης, αυτός που «το μάτι του κάτι άρπαξε» και οφείλει να μας το μεταδώσει: «κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας, που θα φωτίσω τις κρυφές και αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γεννούν δικές σας και θα μεταφερθούν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα –αν είναι δυνατόν– ο εφησυχασμός σας». Είναι αυτός που κατάφερε να δει μέσα από την ανοιχτή πόρτα της Ποίησης (με την έννοια τώρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας) και αφουγκράστηκε τα κρυμμένα της μυστικά και είναι έτοιμος να μας χαρίσει μιαν εμπειρία αξέχαστη: «ούτε θα το ξεχάσετε σ’ όλη σας τη ζωή».
Από την άλλη, αυτή η ενασχόληση δεν είναι υπόθεση εύκολη ούτε στέφεται πάντα με επιτυχία. Πρόκειται για μια πορεία που δεν έχει έτοιμες λύσεις, «μυστικά» που αποκαλύπτονται και ευνοϊκούς όρους· είναι ένα διαρκές πάλεμα αλλά και μια λύτρωση ψυχική για πομπούς και δέκτες, «ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας», «γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν». Αυτή μάλιστα η τέχνη έχει και κοινωνικό προορισμό, σκοπό να αφυπνίσει συνειδήσεις και να εγείρει προβληματισμούς, «, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα –αν είναι δυνατόν– ο εφησυχασμός σας […]Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας». Τέλος, η καλλιτεχνική δημιουργία υπακούει σ’ ένα προαιώνιο μύθο που ρυθμίζει αλάνθαστα τη σχέση της με το δημιουργό και το κοινό στο βάθος του χρόνου Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ/ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος./ Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν/ από τότε που υπάρχει ο κόσμος/ είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια/ για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης». Αυτός ο μύθος μάλιστα υπόκειται σε μια αιώνια επανάληψη, αποτελεί ένα φαύλο κύκλο που ανανεώνει συνέχεια το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, την ποιητική πρόκληση και τη δημιουργία, «γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό[…] Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε».
Όσο για τους αμύητους δέκτες, αυτοί «κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν/τίποτα και προσπερνούνε», δεν αντιλαμβάνονται όσα η τέχνη πρεσβεύει, παρανοούν και αδιαφορούν. Βλέπουν την τέχνη ως κάτι επικαιρικό και εύπεπτο ή δύσκολο και απαιτητικό για τα δικά τους γούστα, «Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως. Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών[…]Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια .Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία». Οι αδιάφοροι λοιπόν δεν έχουν θέση σ’ αυτό το παιχνίδι, δεν τους ενδιαφέρει να μπουν στην πόρτα της ποίησης μια που γι’ αυτούς είναι μια πόρτα πάντα ανοιχτή, δεν τους προκαλεί ούτε τους προσκαλεί.
Η τέχνη λοιπόν αποτελεί και για τους δύο καλλιτέχνες, Παυλόπουλο και Χατζιδάκι μια αιώνια αναμέτρηση με το διαρκές και το απόλυτο, μια μέθεξη διανοητική και συναισθηματική της ουσίας της ζωής. Και τα δύο κείμενα, πεζό και ποιητικό αποτελούν κείμενα για την τέχνη αλλά και μια ακόμα μορφή επικοινωνίας με το κοινό της. Άλλωστε χωρίς αυτό θα είχε λόγο ύπαρξης;
πηγη:http://www.palmosaigaiou.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου