Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΓΩΝΙΑ –Νασιόπουλος Απόστολος

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 14 Ν.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ







ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ


ΚΕΙΜΕΝΟ Γεώργιος Βιζυηνός
ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

(απόσπασμα)
Αἱ  οἰκονομικαί μας  δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν  ἐπῆλθεν  ἀνομβρία1   εἰς  τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ μήτηρ, ἀντί ν ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι  ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υἱοθετήσ.
Τό γεγονός τοῦτο μετέβαλε τό μονότονον καί αὐστηρόν τοῦ οἰκογενειακο ἡμῶν βίου, καί εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετήν ζωηρότητα.
Ἤδη αὐτή υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. μήτηρ μου φόρεσε διά πρώτην φοράν  τά   «γιορτερά2»   της   καί   μᾶς   δήγησεν  ες   τήν   ἐκκλησίαν  καθαρούς  καί κτενισμένους,  ὡς  άν  ἐπρόκειτο  νά  μεταλάβωμεν.  Μετά  τό  τέλος  τῆς  λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστο, καί αὐτο, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος3 λαο, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν μήτηρ μου τό θετόν αὑτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς πήκοον4  πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καί ἀναθρέψει αὐτό, ς ἐάν ἦτο σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
εἴσοδός του εἰς τόν οἶκόν μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. πρωτόγερος5 τοῦ χωρίου καί μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα μες. Οἱ συγγενες μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας δελφῆς μς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς πρωτόγερος ἐσήκωσε τό κοράσιον  ὑψηλά  εἰς  τάς  χεῖράς  του   καί  τό   ἔδειξεν  ἐπί  τινας  στιγμάς  εἰς  τούς παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·
Ποιός  πό  σᾶς  εναι   ἐδικός   συγγενής   γονιός  τοῦ  παιδιοῦ  τούτου περισσότερον ἀπό τήν ∆εσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα6 κι ἀπό τούς ἐδικούς της;
πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. σύζυγός του ἔκλαιεν  ἀκουμβημένη  εἰς  τόν  ὦμόν  του.   μήτηρ  μου  ἔτρεμεν  ἐκ  τοῦ  φόβου  μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνήἘγώ!—καί ματαιώσ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου ἠσπάσθησαν αὐτό διά τελευταίαν φοράν καί ἀνεχώρησαν μετά τῶν συγγενῶν των. Ἐνῷ οἱ ἐδικοί μας μετά τοῦ πρωτογέρου εσῆλθον καί ἐξενίσθησαν7 παρ ἡμῖν.
Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης μήτηρ μας ἤρχισε νά ἐπιδαψιλεύ8  εἰς τήν θετήν μας ἀδελφήν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δέν ἠξιώθημεν ἡμεῖς ες τήν ἡλικίαν της καί εἰς καιρούς πολύ εὐτυχεστέρους. ν δέ μετ ὀλίγον χρόνον ἐγώ μέν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι ες τά ἐργαστήρια τῶν «μαστόρων», τό ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τόν οἶκόν μας, ὡς ἐάν ἦτον ἐδικός του.
Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ’ ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ’  ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι’ αὐτῶν τήν θετήν της θυγατέρα καί ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρός διατροφήν της.

Ἐγώ ἔλειπον μακράν, πολύ μακράν, καί ἐπί πολλά ἔτη ἠγνόουν τί συνέβαινεν εἰς τόν οἶκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.
γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής «χαρά» τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. ∆ιότι κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν.
Εἶχον λόγους λοιπόν οἱ ἀδελφοί μου νά εἶναι εὐχαριστημένοι καί εἶχον λόγους νά πιστεύσουν, ὅτι καί μήτηρ ἀρκετά ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου.
Ἀλλ ὁποία ὑπῆρξεν ἔκπληξίς των, ὅταν, ὀλίγας μετά τούς γάμους μέρας, τήν εδον νά ἔρχεται εἰς τήν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τήν ἀγκάλην της ἕν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν φοράν ἐν σπαργάνοις!
Τό κακότυχο! ἀνεφώνει μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπί τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δέν τό ἔφθανε πώς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν ἀπέθανε καί μάνα του καί τό ἄφηκε μέσ στή στράτα! Καί, εὐχαριστημένη τρόπον τινά ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως,  ἐπεδείκνυε  τό  λάφυρόν  της  θριαμβευτικῶς  πρός  τούς  ἐνεούς9    ἐκ  τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου. [...]
θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί  πρό  πάντων  δύσνους10,   τόσον  δύσνους,  ὥστε  εὐθύς  ξ  ἀρχῆς  μ   ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.
∆ός το πίσου τό Κατερινιώ, ἔλεγον μίαν ἡμέραν εἰς τήν μητέρα μου. ∆ός το πίσου, ἄν μ ἀγαπς. Αὐτήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά μου! Ἐγώ θά σε φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφήν ἀπό τήν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, πού νά στολίσῃ μίαν ἡμέρα τό σπίτι μας.
Ἔπειτα περιέγραψα μέ  τά  ζωηρότερα χρώματα ὁποῖον θά  ἦτο  τό  ὀρφανόν,  τό ὁποῖον ἔμελλον νά τῆς φέρω, καί πόσον πολύ θά τό ἠγάπων.
Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τά δάκρυά της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν11, ἐνῷ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοί ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλῖψιν!
! εἶπε μετ ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα!  Ἐκεῖνοι δέν θέλουν διόλου ἀδελφήν, καί σύ θέλεις μίαν ἄλλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν ἔγινεν ὅπως τό ἔπλασεν Θεός. Ἄν εἶχες μίαν ἀδελφήν ἄσχημην καί μέ ὀλίγον νοῦν, θά τήν ἐβγαζες δι  αὐτό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρῃς μιάν ἄλλην, εὔμορφην καί γνωστικήν.
Ὄχι, μητέρα!  Βέβαια όχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.
Ὄχι!  ἀνεφώνησεν μήτηρ μου μετά λυγμῶν, ὄχι!  ∆έν εἶναι ξένο τό παιδί!  Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!



1ανομβρία: έλλειψη βροχής, ξηρασία.
2γιορτερά: γιορτινά.
3περιεστώτος: [περιίσταμαι: περικυκλώνω, περιστοιχίζω (οι περιεστώτες: οι θεατές, οι ακροατές)].
4εις επήκοον: σε απόσταση ακοής.
5πρωτόγερος: ο πρώτος γέρος, αυτός που τιμούν περισσότερο σε μια κοινότητα.
6Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα: πρόκειται για τη μητέρα του Βιζυηνού Δεσποινιώ (το όνομα του πατέρα του ήταν Μιχαήλος από το οποίο βγαίνει το «Μηχαλιέσσα», δηλ. η σύζυγος του Μιχαήλου).
7ξενίζω: φιλοξενώ.

8  επιδαψιλεύω: παρέχω με αφθονία.
9ενεός: εμβρόντητος, άναυδος.
10δύσνους: αυτός που δύσκολα καταλαβαίνει.
11παρειά (η): μάγουλο.






ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α 1.        Το  έργο του  Γ .  Β ι ζυηνού  χα ρα κτηρίζεται ,  μεταξύ  των  άλλ ω ν ,  και  γι α  τη θεατρικό τητά   του .   Να   αναφέρετε   τρ ία   παρα δεί γ μα τα ,   μέ σα   από   το απόσπ α σ μ α  που  σας  δί ν ε ται ,  τα  οποία  επιβεβαιώνουν  τον  παρα πά νω χαρακτη ρισμό .
Μονάδ ε ς  15

Β 1.        Σύμφ ων α  με  τον  Κ .  Μη τσά κ η :  « Η  θέ ση  και  η  ιδεολ ο γία  του  Βιζυηνού απέ ν αντ ι   στο   γλωσσικό   πρόβ λημ α   κα ι   γε νικότε ρα   το   π ρ όβ λ η μα   της νεοελληνικής              πν ευματ ι κής     ζωής     είναι     ξεκ α θ α ρ ι σμέ ν η .     Θερμός υπέρμαχος της    δημοτικής ,    στην    πράξη    όμως    ένας    μετριοπαθής καθαρευουσιάνος ...» .
Να σχολιάσετε την άπο ψ η αυτή ( μονάδες 10) και να γρά ψ ετε , μέσα απ ό το  απ όσπασμ α  που  σας  δόθηκε ,  έν α  χαρ α κτηρι σ τι κό  παράδε ιγμα  για καθεμ ί α  από  τι ς  δύο  παραπάνω  γλωσσικές  επιλο γ ές  του  Γ .  Βιζυηνού . ( μονάδες  10)
Μονάδ ε ς  20

Β 2. α .    « Πρίν   δέ   κατορθώσω  νά  ἐπιστρέψω,   τό  ξένον   κοράσιον  ηὐξήθη,    ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.» Ο  Γ .  Βιζυ ηνός  στο  παραπάνω  χω ρίο  χρησ ιμο π οιεί  σύνοψη  χρόνου .  Να δι και ο λογήσετε  την  επιλογή  αυτή  του  συγγραφέ α .  ( μονάδ ε ς  10)
β .    «Τό ἐπῆρα  τριῶν  μηνῶν  ἀπό  πάνω  ἀπό  τό  λείψανο  τῆς  μάνας  του·  καί  ὁσάκις ἔκλαιγε, το ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ στήν κούνια σας.» Τι  επιτυγχάνει  ο  συγγραφέ α ς  με  τη  χρήση  της  αν αδ ρ ομικ ή ς  αφήγησης στο  συγκεκρι μ ένο  χωρίο ;  ( μον ά δε ς  10)
Μονάδ ε ς  20

Γ 1.         Να  σχολιάσετε  σε  ένα  κε ίμενο  150-170  λέξεων  το  απόσπ α σ μ α  που ακολουθεί : «Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη  εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνήἘγώ!—καί ματαιώσ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη
Μονάδ ε ς  25


Δ 1.        Να   συγκρίνετε ,   ως   προς   το   περιεχόμενο ,   το   απόσ πασμ α   που   σας δόθηκε  από  « Το  αμ άρτ ημα  της  μητρός  μου »  του  Γ .  Βιζυηνού  με  το παρακάτ ω απόσπασμα από το έρ γ ο του Ιω . Κονδυλάκη  « Οι  Άθλι οι των Αθηνών »,   αναφέροντας   ( μον ά δε ς   5)   και   σχολιάζοντας   ( μονάδ ες   15) τρε ι ς ομο ιότη τες και δύο δια φ ορ έ ς με τ α ξ ύ τω ν δύο κειμ ένων .
Μονάδ ε ς  20



Ιω .  Κονδυλάκη

ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

(απόσπασμα)
[...] Τάσος [ο λούστρος] ἐξῆλθε περιχαρὴς ἐκ τῆς κρύπτης του. Ἀφοῦ τὴν ἐγλύτωσε τώρα Θεὸς εἶχε διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐν τῇ εὐγνωμοσύνῃ του, μέγαιρα τοῦ ἐφάνη ὡς ἡ γλυκυτέρα γραῖα, ἀληθινὴ «κυροῦλα» σεβαστή. Καὶ αὐτὴ δὲ κιτρίνη Σταματίνα ὁποία ἐξῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὴν αὐλήν, τοῦ ἐφάνη καλλιμορφοτέρα τῶν γυναικῶν. Ἡ γραῖα εἶχε πλησιάσει καὶ παρετήρει τὸ νήπιον, τὸ ὁποον καταπτοηθέν, φαίνεται, ὑπὸ τὸ μεδούσειον βλέμμα της, ἐλούφαξεν ἐντὸς τῶν σπαργάνων του.
«Ἀπὸ κανένα σπίτι σο τὤδωκαν, βρέ ἠρώτησε τὸ λοῦστρο.
«Ὄχι, κυροῦλα, σοὖπα, τὤρριξαν χθὲς τὴν νύκτα μέσα ς τὴν κάσσα ποὺ κοιμόμουνα,
τὴν ὥρα τς βροχῆς
γραῖα ἔκαμε μορφασμόν. Καλέ, ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ ροῦχά του. Θὰ ἦτο παιδὶ καμμιᾶς φτωχῆς ποὺ δὲν εἶχε τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ τὸ πέταξε.
«Κορίτσι εἶνε ἢ ἀγόρι ἠρώτησεν ἔπειτα.
«Κορίτσι. Τὸ λὲνε Τασοῦλα. Μὲς ς τὴ φασκιά του ἔχει ἕνα χαρτὶ πο τὸ λέει
«Καὶ τί θὰ τὸ κάμῃς τώρα εἶπεν ἡ Σταματίνα. «Στὸ Βρεφοκομεῖο θὰ τὸ πᾷς
Ὁ Τάσος ἐσκέφθη ἐπὶ μικρόν, ἔπειτα εἶπε:
«Ἂν εἶχα τὴ μάννα μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε.
Τὸ λυποῦμαι τὸ κακόμοιρο
Σταματίνα ἀντήλλαξε βλέμμα μ τὴν μητέρα της.
«Αἴ, δὲν μᾶς τἀφίνεις ἐμᾶς νὰ τἀναθρέψωμεν;  Ἀφοῦ τ λυπᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὸ πᾷς ς τὸ Βρεφοκομεῖο, ὅπου θὰ τἀφήσουν νἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα κι ἀπὸ τὴν κακοπέρασι. Ἄφησε ν τὸ δώσω ἐγὼ σὲ μιὰ παραμάννα ποὺ βύζαξε καὶ τὸ δικό μου τώρα
ς τὰ ὕστερα ποὺ κόπηκε τὸ γάλα μου. Εἶνε μι πολὺ καλὴ γυναῖκα ποὺ θὰ τὤχ σὰν παιδί της. Ἀλλά πρέπει.... νὰ τὴν πλερώνῃς
«Καὶ πόσο θέλει εἶπεν ὁ Τάσος.
«Πόσο μπορεῖς νὰ δίδῃς ἐσύ
Ὁ λοῦστρος ἐσκέφθη ἐπί τινας στιγμάς. Ἔπειτα εἶπε:
«Ἐγώ βγάζω καὶ μιάμιση δραχμὴ τὴν ἡμέρα καὶ δύο καμμιὰ φορά, σὰν μοῦ δώσουν καὶ κάμω θελήματα. Μὰ ὡς τώρα μοῦ τἄπαιρνε μάστορης κα μἔδερνε σὰν δὲν τοῦ πήγαινα μιάμιση δραχμὴ κάθε βράδυ
«Καὶ τώρα
«Τώρα τοῦ ἔφυγα κ εἴδατε πῶς μὲ κυνηγᾷ νὰ μὲ πιάσῃ. Ἂν μὲ γραπώσ, θὰ μὲ σακατέψῃ ς τὸ ξύλο. Πέρσι ὅταν πρωτοῆρθα ἀπὸ τὴν πατρίδα, μἔδειρε μιὰ βραδυὰ τόσο πολύ, ποὺ μ ἐπῆγαν ς τὸ νοσοκομεῖο
«Αἴ», εἶπεν μάγισσα, «νὰ μᾶς δίδῃς μιὰ σφάντζικα12 τὴν ἡμέρα, καὶ πάλι λίγο εἶνε, γιατὶ τὸ παιδὶ θέλει λάτρα μεγάλη, ἀλλὰ εἶσαι φτωχό παιδί... Θὰ κάμωμε κἐμεῖς ἕνα μυστήριο
«Καλά, κυροῦλα», εἶπεν Τάσος ἀποφασιστικῶς, «κάθε βράδυ θὰ σᾶς φέρνω μιὰ σφάντζικα. Θὰ δουλέψω μὲ ὅλη μου τὴν ὄρεξι νὰ ζήσῃ κι αὐτό, τὸ δυστυχισμένο, κἐγώ. Ἐγὼ μ ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ ζῶ
«Ἔχε τὴν εὐχή μου, παιδί μου, ὁποῦ σαι ψυχοπονετικό.
Ἀφοῦ ἐκοιμόσουν δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη, χωρὶς ἄλλο, τὸ παιδὶ σοῦ τὤστειλε ἡ χάρι της καὶ πρέπει νὰ κάμῃς τὰ ἔξοδά του νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μεγαλώσ. Θὰ κάμῃς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου», εἶπεν ἡ γραῖα, καὶ μ τὴν τρέμουσαν καὶ πλήρη ρυτίδων χεῖρά της ἐθώπευσε τὴν ἡλιοκαῆ παρειὰν τοῦ λούστρου.

12σφάντζικα: παλαιό αυστριακό νόμισμα.



ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ  ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ  ΘΕΜΑΤΩΝ


Α1.

Στο απόσπασμα του Βιζυηνού είναι έκδηλη η ύπαρξη θεατρικότητας. Ενδεικτικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη είναι:
1) Η χρήση της σκηνικής μεθόδου («τον χρὸς κα βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημνη εἰς τὸνμον του») καθώς δίνονται όχι μόνο οι εξωτερικές αντιδράσεις αλλά και η ψυχολογική κατάσταση της μητέρας.
2) Η χρήση διαλόγου («- Ὦ! εἶπε μετ' πελπιστικς κφρσεως. … Μς εναι ὅλως διόλου ξένη»).

3) Η εναλλαγή και η συμμετοχή πολλών προσώπων: «Ὁ πατὴρ τοῦ κορασίου …. σύζυγός του κλαιεν κουμβημνη εἰς τὸνμον του. μήτηρ μου γ! -κα ματαισῃ τν εὐτυχίαν της. . Τότε οἱ  γονεῖς  τοῦ  παιδιοῦ  σπάσθησαν αὐτὸ  διὰ τελευτααν  φορν κα  ἀνεχρησαν μετ τν συγγενν των. Ἐνῷ οἱ εἰδικοί μας μετὰ τοῦ πρωτογρου εἰσῆλθον καὶ ἐξενίσθησαν παρ'μῖν.»
4) η εναλλαγή χώρων: («δη αὐτὴ υἱοθτησις γένετο πανηγυρικ. μήτηρ μου φρεσε διὰ πρώτην φορν τὰ γιορτερ της κα μας δγησεν εἰς τν κκλησίαν εἴσοδός του εἰς τὸν οἶκον μας ἐγνετο»).
Β1.

Τα διηγήματα του Βιζυηνού εμφανίζουν γλωσσική ποικιλία. Όπως υποστηρίζει και ο Κ. Μητσάκης, ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί τόσο την καθαρεύουσα όσο και τη δημοτική. Η πρώτη εμφανίζεται ως το επίσημο γλωσσικό όργανο της νεοελληνικής λογοτεχνίας η οποία έρχεται να περιγράψει τον τρόπο ζωής και αναπαράστασης των κατοίκων της υπαίθρου (ηθογραφία). Ενδεικτικά παραδείγματα καθαρεύουσας ανιχνεύονται στο κείμενο: η περιγραφή της πρώτης υιοθεσίας «ἐγένετο πανηγυρικ» και «ν μέσ τοῦ περιεσττος λαοῦ» όπου «παρλαβεν μτηρ μου τὸ θετὸν αὐτς θυγάτριον».
Παράλληλα, ο διηγηματογράφος κάνει χρήση δημοτικής σε σημεία που παρεμβάλει ευθύ λόγο θέλοντας να αποδώσει τον τρόπο ομιλίας των ανθρώπων της υπαίθρου (αληθοφάνεια). Ενδεικτικό παράδειγμα στον διάλογο μάνας  - Γιωργή είναι η αντίδραση του παιδιού στη δεύτερη υιοθεσία με τη φράση «Δός του ίσου τ Κατερινι». Επίσης σε δημοτική είναι γραμμένη η απάντηση της μητέρας στην άρνηση του Γιωργή να δεχτεί το δεύτερο υιοθετημένο κοριτσάκι «Δεν εναι ξένο τὸ παιδὶ! Εἶναι 'δικό μου!».
Δεν πρέπει να λησμονηθεί το γεγονός ότι ο διηγηματογράφος όταν υιοθετεί την οπτική του παιδιού χρησιμοποιεί απλή καθαρεύουσα. Αντίθετα, όταν αποκτά μόρφωση μετά την επιστροφή του στην Ευρώπη, η καθαρεύουσα είναι πιο σύνθετη και απαιτητική («τὰ δάκρυά της ρρεον σιγαλὰ καὶ μεγλαπὶ τν χρῶν αὐτς παρειν»)
Επομένως, ο τρόπος γραφής του συγκεκριμένου διηγήματος αποκαλύπτει τόσο την ηλικιακή όσο και τη μορφωτική εξέλιξη του αφηγητή. Παράλληλα ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα
κείμενο γλωσσικά πλούσιο που προκαλεί το ενδιαφέρον να το διαβάσει μέχρι τέλους.

Β2α.

Η οικογένεια του αφηγητή βίωσε περίοδο μεγάλων δυσκολιών. Επί πολλά έτη η μητέρα μεταχειριζόταν διάφορα μέσα, προκειμένου να βοηθήσει την άρρωστη Αννιώ να θεραπευθεί. Το αποτέλεσμα ήταν η κατανάλωση της χρηματικής περιουσίας. Οι συνεπαγόμενες οικονομικές δυσχέρειες  «κορυφώθησαν,  ὅταν πῆλθεν ἀνομβρα εἰς  τν χραν κα  ἀνέβησαν α  τιμα  τν τροφίμων».
Παρά ταύτα η μητέρα προβαίνει σε μία κίνηση απροσδόκητη. Ενώ θα αναμέναμε να απελπισθεί και να πτοηθεί, εκείνη «πηύξησε τὸν ριθμόν μας δι' ἑνὸς ξνου κορασίου, τὸ ὁποίον μετὰ μακρς προσπαθεας κατρθωσε ν υἱοθτησῃ».
Κατόπιν ο αφηγητής παρουσιάζει περιληπτικά την προσήλωση και τη φροντίδα της μητέρας προς την κόρη πὸ τς στιγμῆς τατης μήτηρ μας ρχισε νπιδαψιλεύῃ εἰς τν θετν μας δελφὴν τόσας περιποισεις, σων ἴσως δὲν ξιώθημεν μεῖς εἰς τν ἡλικαν της κα εἰς καιρος πολ εὐτυχεστρους. ν δε μετ' ὀλίγον χρόνον ἐγ μν πλανμην νοσταλγν ν τῇ ξέν, οἱ δἄλλοι μου δελφο ταλαιπωροῦντο κακοκοιμμενοι εἰς τὰ ργαστήρια τν μαστόρων, τὸ ξένον κορσιονβασίλευεν εἰς τὸν οἶκον μας»).
Όμως παρά τη μεγαλοψυχία της Δεσποινιώς η θετή κόρη «πεδείχθη χριστος πρὸς τν γυναῖκα,  τις  περιεποιήθη  τν ζων αὐτς  μὲ τοσαύτην φιλοστοργίαν,  σην ὀλίγα γνσια τέκνα ἐγνρισαν». Αυτός είναι και ο λόγος που ο αφηγητής παρουσιάζει περιληπτικά την πορεία της ζωής της. Φανερώνεται με αυτόν τον τρόπο η περιφρόνηση του αφηγητή προς την ανώνυμη και την αχάριστη κόρη.
Σε λίγες μόνο λέξεις που κορυφώνουν την περίληψη του χρόνου o Γιωργής παρουσιάζει το σύνολο του βίου της, προκειμένου να επιταχυνθεί η εξέλιξη της ιστορίας («Πρὶν δ κατορθσω ν πιστρψω, τὸ ξένον κορσιον ηὐξθη, ἀνετρφη, προικίσθη κα πανδρεύθη,  ς ἐὰν τον  ἀληθῶς μέλος της οἰκογενεας μας»).

Β2β.


Όλος  ο  διάλογος  του  Βιζυηνού  με  τη  μητέρα  του  για  το  Κατερινιώ  λειτουργεί
προπαρασκευαστικά και η αρνητική στάση του Γιωργή ως προς το νέο ψυχοπαίδι τελικά ανάγεται σε αφορμή για την εξομολόγηση του αμαρτήματος της μάνας. Η αποτυχία της μάνας να πείσει τον Γιωργή να κρατήσουν το Κατερινιώ την οδηγεί σε ξέσπασμα λυγμών. Η μάνα επιμένει ότι το παιδί, αν όχι  βιολογικά,  ουσιαστικά όμως  και  συναισθηματικά είναι  δικό  της.  Τα επιχειρήματα  που χρησιμοποιεί είναι: α) ότι το πήρε βρέφος στα χέρια της («τὸ πῆρα τριῶν μηνῶν πὸ 'πάνω πὸ τὸ λείψανο τς μνας του») β) το βύζαινε έστω και ψεύτικα («κα σκις κλαιγε, τοῦ βαζα τὸ βυζί μου 'στὸ στόμα του, γιὰ ν τὸ πλανέσω») γ) το τύλιξε στα σπάργανα των παιδιών της και το κοίμισε στην κούνια τους («κα τὸ τύλιξα μσ' στὰ σπργανσας, κα τὸ κοίμησα μσ' στὴν κούνια σας»). Είναι λογικό ότι δεν μπορεί να το ξεχωρίσει από τα δικά της παιδιά. Το συμπέρασμα όμως δεν προκύπτει από λογικές προκείμενες, καθώς απουσιάζει το απλό επιχείρημα «τη γέννησα και επομένως είναι παιδί μου και αδελφή σας». Η αναδρομική αυτή αφήγηση εκφράζει την απελπισία της μάνας που επιτυγχάνεται και μέσω του πολυσύνδετου («κα σάκις κλαιγε κα τὸ τύλιξα… κα τὸ κοίμησα») και την εμφατική επανάληψη των αντωνυμιών β΄ προσώπου πάργανά σας, κούνια σας) αλλά και τη συγγένεια της μάνας με το δεύτερο υιοθετημένο κορίτσι. Μέσω της αναδρομής η μητέρα δίνει πληροφορίες για το Κατερινιώ στον Γιωργή, ο οποίος απουσίαζε στην ξενιτιά κατά τη διάρκεια της υιοθεσίας.


Γ1.

Η Δέσποινα μετά το θάνατο της άρρωστης Αννιώς αποφασίζει να υιοθετήσει ένα κορίτσι το οποίο οι γονείς του αδυνατούν να αναθρέψουν, προκειμένου να ανακουφίσει τις τύψεις της λόγω του ακούσιου αμαρτήματός της. Μετά την αναλυτική αφήγηση του θρησκευτικού τμήματος του τελετουργικού της υιοθεσίας, η Δέσποινα, τα αγόρια, το νέο μέλος της οικογενείας, οι συγγενείς και ο πρωτόγερος φθάνουν στο σπίτι της οικογένειας. Όταν ο πρωτόγερος ρωτά ποιος θα αγαπά το μικρό κορίτσι περισσότερο από τη θετή του μητέρα, ο Γιωργής περιγράφει την άσχημη συναισθηματική κατάσταση των γονέων που αναγκάζονται να δώσουν για υιοθεσία το παιδί τους (« πατρ τοῦ κορασίουτονχρς κα βλεπε περίλυπος μπρός του. σύζυγός του κλαιεν κουμβημένη εἰς τὸνμον του.»), ενώ αναφέρεται και στην άσχημη ψυχολογία της μητέρας που φοβάται μήπως κάποιος από τους παριστάμενους απαντήσει σε ευθύ λόγο (-Εγώ-) ότι αυτός θα αγαπά το παιδί περισσότερο από την ίδια (« μήτηρ μου τρεμεν κ το φβου μήπως κουσθῇ καμμία φωνή -Ἐγώ! -καὶ ματαισῃ τν εὐτυχίαν της.»).
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Βιζυηνός αποδεικνύει τις γνώσεις του στην ψυχολογία (ψυχογραφικό   στοιχείο)   καθώς   αναφέρεται   τόσο   στη   λύπη   των   γονέων   της   ανώνυμης υιοθετημένης κόρης όσο και στην αγωνία της Δέσποινας μήπως ακυρωθεί η υιοθεσία. Όμως κανείς δεν  απάντησε  στην  ερώτηση  του  πρωτόγερου  και  οι  γονείς  του  υιοθετημένου  κοριτσιού αποχώρησαν («λλ κανεὶς δὲν πεκρίθη»).

Δ1.

 ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ:

 Και  στις  δύ ο  περιπτώσεις  ένα βρέφοςορίτσι βρίσκεται έκθετο. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» το βρέφος «γεννιέται κοιλιάρφανο» και στη γέννα χάνει και τη μητέρα του. Στο απόσπασμα του Κονδυλάκη  το  βρέφος  εγκαταλείπεται  τη  νύκτα  στην  «κάσσα»  που  κοιμάται  ένας  άστεγος λούστρος.
 Δεύ τερη  ομοιότητα η άτυπη υιοθεσία που γίνεται και στα δύο κείμενα. Συγκεκριμένα η μητέρα του Βιζυηνού εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το δεύτερο κορίτσι είναι ορφανό, για να το πάρει  στο σπίτι χωρίς να ακολουθήσει το τυπικό της υιοθεσίας που είχε ακολουθήσει στην πρώτη υιοθεσία. Επίσης ο λούστρος επιλέγει να το δώσει στις δύο γυναίκες άγισσα και Σταματίνα) αντί να το πάει στο Βρεφοκομείο.
Τρίτη ομοιότητα τα αισθήματα φιλευσπλαχνίας που νιώθουν οι η μητέρα στο κείμενο του Βιζυηνού και ο Τάσος στο κείμενο του Κονδυλάκη για τα βρέφη.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ:

Πρώτη διαφορά: η μητέρα του Γιωργή αναλαμβάνει να φροντίσει και να αναθρέψει η ίδια το βρέφος που βρίσκει, ενώ στο απόσπασμα του Κονδυλάκη ο λούστρος παραδίδει το βρέφος σε άλλους αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος την οικονομική στήριξη της ανατροφής του.
Δεύτερη διαφορά είναι ότι η μητέρα του Γιωργή χαίρεται για την «ατυχή σύμπτωση» της ορφάνιας της Κατερινιώς, αφού έτσι μπορεί να το πάρει χωρίς να βιώσει ξανά το τελετουργικό της υιοθεσίας. Αντίθετα ο μικρός λούστρος προβληματίζεται με το αναπάντεχο «δώρο» που βρέθηκε τη νύχτα στην κάσσα που κοιμόταν, και νιώθει έντονα το οικονομικό βάρος που πρέπει να επωμιστεί για την ανατροφή του κοριτσιού.
Τρίτη διαφορά είναι ότι το Κατερινιώ χάνει και τους δύο γονείς του (κοιλιάρφανο, απέθανε και μάνα του) ενώ στο απόσπασμα του Κονδυλάκη το βρέφος εγκαταλείπεται από τους γονείς του.

ΠΗΓΗ:ΠΟΥΚΑΜΙΣΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου