Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ ΄ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Διονύσιος Σολωμός
Ὁ Κρητικός
1 [18.]
....................................................................................
....................................................................................
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ’ ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!» Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
5 Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,1
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ’ ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.
2 [19.]
Πιστέψετε π’ ὅ,τι θά πῶ εἶν’ ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ’ ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.
5 (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους2 κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει; Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει. Καπνός δέ μένει ἀπό τή γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·
10 Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ’ αὐτήνη.
− Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια· Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της·
Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος· Καί τώρα ὀμπρός3 τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει· Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).
3 [20.]
Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή.....................................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,4
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,5
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ἄστρα·
5 Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε6 τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν’ ἀφήσει. Δέν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας, Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ’ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
10 Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι· Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.
1
αντήχαν = αντηχούσαν.
2
ἀχνός = αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει.
3
τώρα ομπρός = μόλις, πριν από λίγο.
4
σκίρτησε = «σκιρτούσε»: αναταρασσόταν, χοχλός =κοχλασμός, βράσιμο.
5
πάστρα =καθαρότητα, διαύγεια.
6
ἐστένεψε = επιβλήθηκε (στην φύση), την ανάγκασε.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Να αναφέρετε ονομαστικά τρία από τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής και για το καθένα να γράψετε ένα παράδειγμα από το ποιητικό κείμενο του Διονυσίου Σολωμού που σας δόθηκε. Μονάδες 15
Β1. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής
συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα.
α. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. (μονάδες 10)
β. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό; (μονάδες 10)
Μονάδες 20
Β2. Στο απόσπασμα 3 [20.] ο Σολωμός αναπτύσσει το μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια. Να βρείτε δύο εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται το μοτίβο αυτό στο συγκεκριμένο απόσπασμα (μονάδες 10)
και να τα αναλύσετε (μονάδες 10). Μονάδες 20
Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:
α. «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!» Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο· (σε μία παράγραφο 80 – 100 λέξεων) (μονάδες 15)
β. Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της· (σε μία παράγραφο 60 – 80 λέξεων) (μονάδες 10)
Μονάδες 25
Δ1. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην
ετοιμοθάνατη αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με το κείμενο του «Κρητικού» που σας δόθηκε. Μονάδες 20
Ἄκου, Εὐδοκιά!1 – Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι
Τοῦ φτάσιμού μας ᾑ χαραίς2 – ὠιμέ! – τὰ μύρια κάλλη, Ποῦ3 μ’ ἕνα βλέμμα ἐξάνοιξα4 τριγύρου σκορπισμένα, Χλωμὰ καὶ κρύα μοῦ φάνηκαν, θυμούμενος ἐσένα. Ἐπῆρα δρόμο μακρυνό. Σὰν πότε θὰ σὲ φέρῃ
Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῦσα κάθε ἀστέρι, Καὶ ὀμπρὸς ἀπέρναα5 κ’ ἔκανα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση Τὸ ἀγαπητό σου τ’ ὄνομα γλυκὰ νὰ ἠχολογήσῃ.
Σὲ πλάγι οὐράνιο, ποῦ ψυχὴ δὲν ἤτανε κἀμμία, Θλιμμένος χάμου ἐκάθισα. Στὴ μοναξιὰ τὴ θεία Τὰ πρῶτα τῆς ἀγάπης μας εὐτυχισμένα χρόνια
Μοῦ φτερουγιάζανε ὀμπροστά, σὰν τόσα χελιδόνια.
Στὰ μέρη, ποὖχαν μᾶς ἰδῇ6 τόσαις φοραὶς ἀντάμα,
Ὁ νοῦς μου ξαναγύριζε – κ’ ἰδὲς θαυμάσιο πρᾶμα! – Ὅ,τι θωροῦσε ὁ λογισμὸς ἔπαιρνε σῶμα ὀμπρός μου, Ὁποῦ7 δὲν εἶναι πρόσκαιρο, σὰν τ’ ἄλλα ἐδῶ τοῦ κόσμου.
..................................................................................................
Ὤ! πᾶμε, ἀγάπη μου γλυκειά! πᾶμε, ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει! Δὲν εἶναι χόρτο ἢ λούλουδο ποῦ ἐκεῖ νὰ μὴ σὲ κράζῃ· Ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια ἡ μάννα σου καὶ ὁ δοξαστός σου κύρης Τὴ θεία φτεροῦγα τῆς ψυχῆς ἀκαρτεροῦν νὰ γύρῃς.
Πᾶμε! – ὁ καλὸς Ἡγούμενος8 οἱ Κρητικοί μας ὅλοι
Θὰ ἰδῇς ποῦ θἄρχωνται συχνὰ στ’ὡραῖο σου περιβόλι, Καὶ θ’ἀγροικήσῃς ἀπ’ αὐτούς, ποῦ γύρω μαζωμένοι Στὴ χλωρασιὰ9 θὰ κάθωνται, τί μάχαις ἔχουν γένῃ,
Καὶ πόσα ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνὸ τῆς Κρήτης,
Πρὶν σκύψῃ πάλε στὸ ζυγὸ τὴν ἔρμη κεφαλή της.
Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ. 140-141.
1. Εὐδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου
2. ᾑ χαραίς: οι χαρές
3. ποῦ: που
4. ἐξάνοιξα: είδα, διέκρινα
5. ἀπέρναα: περνούσα
6. ποὖχαν μᾶς ἰδῇ: που μας είχαν δει
7. Ὁποῦ: που
8. Ἡγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου
9. χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα
Σχόλιο:
Ο «Κρητικός» του Σολωμού ήταν θέμα αναμενόμενο και επανειλημμένα επισημασμένο από τους διδάσκοντες. Ωστόσο, τα θέματα χαρακτηρίζονται από μία κλιμακούμενη δυσκολία εξαιτίας της οποίας μόνο οι πολύ καλά διαβασμένοι μπορούν να αριστεύσουν.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Σολωμός ανήκει στη λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή, της οποίας άλλωστε αποτελεί τον βασικό εκπρόσωπο. Τα
κοινά θέματα της ποιητικής έκφρασης των Επτανησίων συνοψίζονται στη λατρεία της φύσης, της θρησκείας, της πατρίδας και της γυναίκας. Αυτά τα κοινά θέματα απαντώνται και στον Κρητικό. Πιο συγκεκριμένα:
α. Η παρουσία των στοιχείων της φύσης καθώς και των φυσικών φαινομένων είναι κυρίαρχα σε ολόκληρο το πρώτο απόσπασμα: δεσπόζει η αναφορά στον ουρανό με τα αστροπελέκια και τις βροντές, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, στο ακρογιάλι και στα βουνά στα οποία αντηχούν οι αστραπές.
β. Στο δεύτερο απόσπασμα στίχοι 2–3 προβάλλεται από τον αφηγητή η λατρεία της πατρίδας (στα πλαίσια του
όρκου που δίνει για να πείσει για την αλήθεια των λεγομένων του) με τις αναφορές στις λαβωματιές που ο ίδιος έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών αγώνων, αλλά και στους νεκρούς συμπολεμιστές του που θυσιάστηκαν για την ανεξαρτησία της Κρήτης.
γ. Επίσης, στο ποίημα (2[19] στίχοι 5-13) προβάλλεται το θέμα της θρησκείας, καθώς γίνεται αναφορά σε πολλές θέσεις και δοξασίες του Χριστιανισμού: Σάλπιγγα, Δευτέρα Παρουσία, Κοιλάδα Ιωσαφάτ, μεταθανάτια ζωή, Ανάσταση και ενσάρκωση των νεκρών, Τελική Κρίση κατά τη Δευτέρα Παρουσία, Παράδεισος.
Β1. α. Βασικό γνώρισμα του σολωμικού έργου είναι η σύνθεση του φυσικού με το μεταφυσικό, που αντιστοιχεί στη σύζευξη του ορατού με το αόρατο, του πραγματικού με το φανταστικό, του εξωτερικού με το εσωτερικό, του κυριολεκτικού με το μεταφορικό.
Χαρακτηριστικές εικόνες όπου εμφανίζεται αυτή η σύνθεση του φυσικού με το μεταφυσικό στοιχείο βρίσκονται στους στίχους 5-18 του 2[19] όπου ο αφηγητής παρουσιάζεται μέσα από εικόνες βιβλικές και υπερβατικές να συνομιλεί με τις εγερθείσες σκιές των θανόντων. Πιο συγκεκριμένα, στους στίχους 11-14 η κόρη εμφανίζεται συνδυασμένα και με τη σωματική και με την ασώματη παρουσία της. Οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί (ψηλά, πρωί , θύρα) αλλά και τα φυσικά χαρακτηριστικά των ζωντανών (λουλούδια, κορμί, φωνή) συνδυάζονται με τη μεταφυσική υπόσταση (της τρέμαν, Ανάσταση): Ο κόσμος των νεκρών παρουσιάζεται όπως ο επίγειος και το παραδεισένιο τοπίο εγκοσμιώνεται. «Αντίθετες ροπές σμίγουν και στο σημείο της ιδεατής σμίξης αναμένεται η μεταθανάτια ερωτική συνάντηση του Κρητικού με τον κόρη» (Δ. Μαρωνίτης)
Στους στίχους 10-14 του 3[20] εντοπίζεται άλλη μια εικόνα όπου η πραγματικότητα (το φυσικό) «ξετυλίζει» σταδιακά το μεταφυσικό (φαντασιακό). Με μέσο το φεγγάρι (φυσικό στοιχείο) μεταβαίνει στη θεϊκή μορφή της οπτασίας, τη Φεγγαροντυμένη. Το οξύμωρο σχήμα του δροσάτου φωτός που «τρέμει» και η παρουσία της φεγγαροντυμένης που έχει «θεϊκιά θωριά» αλλά και μαύρα μάτια και χρυσά μαλλιά αποδίδουν με ενάργεια τη σύνθεση της φυσικής με τη μεταφυσική εμπειρία, την οποία επιδιώκει να αποδώσει η εικονοπλασία του Σολωμού στον «Κρητικό»
Β1. β. Στους στίχους 5-18 του 2[19] η αφήγηση μεταφέρεται σε επίπεδο μεταφυσικό. Μέσα στο κλίμα της Παλαιάς Διαθήκης και της Αποκάλυψης του Ιωάννη, ο Κρητικός, όχι ως ήρωας πια αλλά ως κατοπινός αφηγητής, κάνει ένα άνοιγμα στο χώρο και το χρόνο (υπερβατικός χώρος Παραδείσου – άχρονος χρόνος της Δευτέρας Παρουσίας) αναζητώντας την αγαπημένη του μεταξύ των νεκρών-αναστημένων ψυχών για να κριθεί μαζί της στην Έσχατη Κρίση. Η παρέκβαση αυτών των στίχων, που συνιστούν παράλληλα και μια πρόδρομη αφήγηση δίνει έμφαση στην προσδοκία συνάντησης με τη νεκρή αγαπημένη και στη βεβαιότητα για κοινή αντιμετώπιση της Μέλλουσας Κρίσης η οποία θα οδηγήσει στην κατοπινή ένωση των δυο αγαπημένων μέσα στη μακαριότητα της αιώνια δικαίωσης. Κατά τον Ε. Καψωμένο, το «επεισόδιο» αυτό αντιστοιχεί εξ ορισμού σε μια τυπική δοκιμασία δικαίωσης όπου αναδεικνύονται οι άχρονες αξίες (το μοτίβο της δοκιμασίας ή ο
«άξονας» της δοκιμασίας κατά τον Μαρωνίτη είναι το μοτίβο γύρω από όπου δομείται η αφήγηση σε όλο τον
«Κρητικό»). Προβάλλεται έτσι το ιδανικό του Έρωτα εξαιτίας του οποίου οι ήρωες κερδίζουν την αιώνια ζωή και δικαίωση. Η αφήγηση εξάλλου ανάγεται σε μεταφυσικό επίπεδο προοικονομώντας και προϊδεάζοντας τον θάνατο της κόρης, ο οποίος θα συντελεστεί στο τέλος του ποιήματος, κάνοντας τον αναγνώστη να προεισπράξει εν μέρει το αρνητικό συναίσθημα του χαμού της αλλά και το θετικό συναίσθημα από τη δικαίωση του έρωτα που τους ενώνει παντοτινά- για αυτό και το τέλος είναι λιτό και απότομο. Μόλις λοιπόν θυμήθηκε (συνειρμικά από το στίχο 4) την κόρη πεθαμένη, ο Κρητικός ταράζεται και η αγάπη του ξεσπάει μέσα του με όλη την ορμή της˙ δεν μπορεί λοιπόν παρά να οραματιστεί σε επίπεδο εξωπραγματικό και εσχατολογικό τον αιώνιο Έρωτα.
Β2. Ανάμεσα στα πολλά εκφραστικά μέσα του 3 [20] εξέχουσα θέση κατέχει η επανάληψη της έννοιας της ησυχίας (στίχος 3: Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα) με την οποία τονίζεται η γαλήνη που επήλθε στον εξωτερικό φυσικό κόσμο υποβάλλοντας έτσι την αλλαγή του σκηνικού από την τρικυμία στην απόλυτη νηνεμία. Το μοτίβο της ακινησίας και της απόλυτης γαλήνης αποδίδεται και με την αρνητική παρομοίωση των στίχων 7 -8 η οποία συνθέτει την εικόνα της απόλυτης γαλήνης που διαχέεται σε όλη την πλάση, όχι μόνο στην θάλασσα αλλά και στη στεριά, σε σημείο που να μην υπάρχει ούτε η παραμικρή κίνηση-πνοή του πιο μικρού εντόμου («Δέν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας / Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας»).
Με την πολύπλοκη δομή του λόγου, γενικότερα στους στίχους 2 – 8 (όπου ενυπάρχουν και συνδυάζονται πολλά εκφραστικά μέσα όπως η μεταφορά, η προσωποποίηση, οι εικόνες κλπ) ο ποιητής αποσκοπεί στο να μεταδώσει τη
μυστηριώδη και μεταφυσική εμπειρία που πρόκειται να ακολουθήσει. Πρόκειται ουσιαστικά για το λογοτεχνικό μοτίβο
της σιγής του κόσμου πριν από ένα φοβερό συμβάν ή πριν από την «επιφάνεια», δηλαδή την εμφάνιση μιας θεϊκής μορφής σε θνητούς, ένα μοτίβο που εμφανίζεται και σε άλλα έργα του Σολωμού που διακρίνονται για το θρησκευτικό προβληματισμό τους. Με το μοτίβο της σιγής του κόσμου προοικονομείται η εμφάνιση της φεγγαροντυμένης στον ήρωα
Κρητικό, η οποία όπως υποδηλώνεται στον στίχο 6 θα επιδράσει καταλυτικά όχι μόνο στον εξωτερικό κόσμο αλλά και στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα μεταβάλλοντας το ήθος του.
Γ1. α. Ο ήρωας επικαλείται το καταστροφικό αστροπελέκι προσφωνώντας το «καλό» (δηλαδή φιλικό, ευνοϊκό) για να μπορέσει να διακρίνει την στεριά αλλά και την αρραβωνιαστικιά του ώστε να την σώσει ευκολότερα. Με το σχήμα του
πλεονασμού (ξανάφέξε πάλι) τονίζεται η έντονη επιθυμία-ευχή του ναυαγού για την επίτευξη του στόχου του. Το
φυσικό φαινόμενο προσωποποιείται, στοιχείο παγανισμού διάχυτο στην ποιητική του Σολωμού, και ανταποκρίνεται επιβεβαιώνοντας το δίκαιο της προσπάθειας πέφτοντας τρεις φορές κοντά στην κοπέλα με μεγάλο θόρυβο. Έτσι ο αγνός έρωτας του ήρωα επιβραβεύεται από το θεϊκό στοιχείο.
β. Μετά τον όρκο του Κρητικού ακολουθεί μια πρόδρομη αφήγηση που τον τοποθετεί στο χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας. Μέσα σ’ ένα απόλυτα μεταφυσικό πλαίσιο, οι νεκροί πληροφορούν τον Κρητικό, για τη χαρούμενη διάθεση της κόρης αλλά και την ανυπομονησία της για την ενσάρκωσή της . Η εν σαρκί ανάσταση νεκρών αποτελεί το επιστέγασμα της Ορθοδοξίας δικαιολογώντας έτσι τους χαρούμενους ψαλμούς της αλλά και τη βιασύνή της. Ο αναγνώστης ταυτόχρονα προϊδεάζεται για τον θάνατο της αλλά και για τη λύτρωση που έρχεται με την ελπιδοφόρα Ανάσταση.
Δ1. Συγκρίνοντας τα δυο αποσπάσματα διαπιστώνουμε αρκετές θεματικές αναλογίες ανάμεσά τους, μια που ανήκουν και οι δυο ποιητές στην Επτανησιακή σχολή. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Κοινό μοτίβο είναι αναμφίβολα η λατρεία της πατρίδας. Στον «Κρητικό» εντοπίζεται στο 2ο απόσπασμα, στ. 2-3(«Μα
τες πολλές…πολεμώντας»), που αποτελεί μέρος του τριπλού όρκου του ήρωα προκειμένου να γίνει πιστευτός. Στον
«Όρκο» του Μαρκορά ο ήρωας απευθυνόμενος στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του την προσκαλεί στον Παράδεισο, όπου μεταξύ άλλων θα την περιμένουν ο Ηγούμενος της μονής Αρκαδίου μαζί με άλλους νεκρούς κρητικούς («Πάμε!... κεφαλή της»)
Και στα δυο αποσπάσματα προβάλλεται ο εξιδανικευμένος έρωτας. Στο 2ο απόσπασμα ο ήρωας αδημονεί να πεθάνει
προκειμένου να συναντήσει την αγαπημένη του που είναι ήδη νεκρή(στ. 10, «Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.»). Ενώ, αντίστοιχα και η αγαπημένη του αναζητά εναγωνίως τον Κρητικό αφού έχει γίνει η συντέλεια του κόσμου προκειμένου να κριθούν μαζί. Στο απόσπασμα από τον «Όρκο» παρατηρούμε ότι ο Μάνθος αναζητά την αγαπημένη του («ρωτούσα κάθε αστέρι», αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές που πέρασαν μαζί εν ζωή («Τα πρώτα της αγάπης μας ευτυχισμένα χρόνια…χελιδόνια») και απογοητεύεται από τη μοναξιά που προκαλεί η απουσία της («Θλιμμένος…Στη μοναξιά τη θεία»)
Το απόσπασμα από το ποίημα του Μαρκορά και το 2ο απόσπασμα (στίχοι 5-18) του Κρητικού τοποθετούνται σε έναν
υπερβατικό κόσμο, όπου κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο. Πρόκειται για μια μεταφυσική εμπειρία που παραπέμπει στη Δευτέρα Παρουσία και στην ένωση των ψυχών των δυο αγαπημένων.
Και στα δυο αποσπάσματα εμφανίζεται η προσωποποίηση των στοιχείων της φύσης και η επίκληση των ηρώων σ’
αυτά. Στο 1ο απόσπασμα του «Κρητικού» ο ήρωας αναζητώντας σανίδα σωτηρίας απευθύνεται στα στοιχεία της φύσης επικαλούμενος το αστροπελέκι να φέξει για να εντοπίσει το ακρογιάλι που θα του εξασφαλίσει τη σωτηρία, ενώ και στον «Όρκο» ο ήρωας απευθύνεται στο αστέρι («αστέρι»). Γενικότερα το θεματικό μοτίβο της φύσης και της ομορφιάς της εμφανίζεται και στα δυο αποσπάσματα. Στο 3ο απόσπασμα του «Κρητικού» παρουσιάζεται μια παραδεισένια εικόνα της φύσης, ενώ και στον Μαρκορά προβάλλονται τα «μύρια κάλλη» της φύσης.
Εκτός όμως από τις ομοιότητες τα δυο αποσπάσματα διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία. Ενδεικτικά:
Σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα στον «Κρητικό» είναι το ακρογιάλι, καθώς ο ήρωας και η αγαπημένη του είναι ναυαγοί και επιδιώκουν να το προσεγγίσουν για να σωθούν (απόσπασμα 1, στ. 1). Παρόμοια και στον «Όρκο» ο ποιητής αναφέρεται στο «περιγιάλι» το οποίο όμως στη δικιά του περίπτωση είναι ουράνιο.
Στον «Κρητικό» και ιδιαίτερα στο 2ο απόσπασμα η αγαπημένη του ήρωα, η οποία δεν κατονομάζεται, έχει
πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα χαρακτηριστικά της όμως διαφαίνονται μέσα από το διάλογο του ήρωα, που την αναζητά, με τις ψυχές των νεκρών. Αντίθετα, στον «Όρκο» η Ευδοκιά κατονομάζεται αλλά δεν δίνονται επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την εμφάνιση ή τον χαρακτήρα της.
Στον υπερβατικό κόσμο ο ήρωας του Μαρκορά είναι μόνος του(«μοναξιά τη θεία»), ενώ ο Κρητικός επικοινωνεί με τις
ψυχές των νεκρών αναζητώντας την αγαπημένη του.
Στον «Κρητικό» η φύση εμφανίζεται και με την άγρια μορφή της (1ο απόσπασμα) που τη συνθέτουν η τρικυμία, οι βροντές και οι αστραπές. Αντίθετα στον Μαρκορά η φύση παρουσιάζεται γαλήνια.
Πηγη: http://horizontes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου