ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Ηθικά Νικομάχεια, b1,4
και b6,1-4
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἔτι ὅσα μέν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τάς
δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δέ τάς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ
ἐπί τῶν αἰσθήσεων δῆλον ̇ οὐ γάρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἤ πολλάκις ἀκοῦσαι τάς
αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν) ̇
τάς δ’ ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καί ἐπί τῶν ἄλλων τεχνῶν
̇ ἅ γάρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες
οἰκοδόμοι γίνονται καί κιθαρίζοντες κιθαρισταί ̇ οὕτω δή καί τά μέν δίκαια πράττοντες
δίκαιοι γινόμεθα, τά δέ σώφρονα σώφρονες, τά δ' ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
Δεῖ δέ μή μόνον οὕτως
εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλά καί ποία τις. Ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή, οὗ ἄν ᾖ ἀρετή,
αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καί τό ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν, οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ
ἀρετή τόν τε ὀφθαλμόν σπουδαῖον ποιεῖ καί τό ἔργον αὐτοῦ ̇ τῇ γάρ τοῦ ὀφθαλμοῦ
ἀρετῇ εὖ ὁρῶμεν.Ὁμοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετή ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καί ἀγαθόν
δραμεῖν καί ἐνεγκεῖν τόν ἐπιβάτην καί μεῖναι τούς πολεμίους. Εἰ δή τοῦτ’ ἐπί
πάντων οὕτως ἔχει, καί ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετή εἴη ἄν ἡ ἕξις ἀφ’ ἧς ἀγαθός ἄνθρωπος
γίνεται καί ἀφ’ ἧς εὖ τό ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. Πῶς δέ τοῦτ’ ἔσται,... ὧδ’
ἔσται φανερόν, ἐάν θεωρήσωμεν ποία τίς ἐστιν
ἡ φύσις αὐτῆς.
(Ηθικά
Νικομάχεια, b1,4 και b6,1-4)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.Να μεταφράσετε το
απόσπασμα : «Ἔτι ὅσα…καί ποία τις.»: Μονάδες 10
2.Ποιο ήταν το κύριο
έργο του Αριστοτέλη στην Ακαδημία και ποια η σχέση του με τους άλλους ; Μονάδες 10
3. «τάς δυνάμεις …τάς
ἐνεργείας» : α) Ο Αριστοτέλης συχνά χρησιμοποιεί τους όρους «δύναμις» και
«ἐνέργεια». Να εξηγήσετε το περιεχόμενο αυτών των εννοιών. Ποια από τις δύο
έχει μεγαλύτερη αξία για το Σταγειρίτη φιλόσοφο; Μονάδες 6
β) Να δείξετε πώς ο
φιλόσοφος χρησιμοποιεί στην επιχειρηματολογία της ενότητας το παραπάνω
αντιθετικό ζεύγος. Μονάδες 6
4.Με βάση το απόσπασμα
«δεῖ…ἀποδώσει» να αναφέρετε την ειδοποιό διαφορά που διαχωρίζει τις αρετές από
τις άλλες έξεις σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Μονάδες 8
5.Στο πρώτο απόσπασμα
ο Αριστοτέλης διακρίνει τα χαρακτηριστικά που έχουμε φύσει με αυτά που
αποκτούμε «ἐξ’ ἔθους» ,χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την όραση «οὐ γάρ ἐκ τοῦ …
ἰδεῖν …» .Όταν στο δεύτερο απόσπασμα αναφέρεται στην αρετή του ματιού,
πιστεύετε ότι αντιφάσκει; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας . Μονάδες 10
6.α) Να γράψετε μία
τουλάχιστον λέξη του κειμένου που να έχει ετυμολογική συγγένεια με τις
ακόλουθες λέξεις της νέας ελληνικής: δωρεά, ύποπτος, ανδροπρεπής, σπουδαστής ,
άφαντος , σχολείο. Μονάδες 6
β) οἰκοδόμοι ,ἀποδίδομεν,
ἐπιβάτην, ἀποτελεῖ. Να αναλύσετε τις παραπάνω λέξεις στα συνθετικά τους. Μονάδες
4
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐλθὼν
δὲ ηὗρον στάσεως τὰ περὶ Διονύσιον μεστὰ σύμπαντα · ἤμυνον μὲν οὖν κάθ’ ὅσον ἠδυνάμην, μηνὶ δὲ ἴσως τετάρτῳ Δίωνα Διονύσιος
αἰτιώμενος ἐπιβουλεύειν τῇ τυραννίδι, σμικρὸν εἰς πλοῖον ἐμβιβάσας, ἐξέβαλεν
ἀτίμως · οἱ δὴ Δίωνος τὸ μετὰ τοῦτο πάντες φίλοι ἐφοβούμεθα · περὶ δ’ ἐμοῦ διῆλθε
λόγος τις ἐν Συρακούσαις, ὡς τεθνεὼς εἴην ὑπὸ Διονυσίου ὡς πάντων τῶν γεγονότων αἴτιος. Ὁ δὲ
αἰσθανόμενος πάντας ἡμᾶς οὕτω διατεθέντας, φοβούμενος μὴ μεῖζον ἐκ τῶν φόβων
γένοιτό τι, ἐμὲ παρεμυθεῖτό τε καὶ θαρρεῖν διεκελεύετο καὶ ἐδεῖτο πάντως
μένειν.
(Πλάτωνος ἐπιστολὴ Ζ, c, 329)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να μεταγραφεί στα νέα
ελληνικά το παραπάνω απόσπασμα. Μονάδες 20
2.α) διῆλθε,
ἐδεῖτο: να γραφεί το β΄ ενικό
υποτακτικής και προστακτικής του
ενεστώτα της ίδιας φωνής. Μονάδες 4
β) σμικρόν, φίλοι: να
γραφούν οι αντίστοιχοι τύποι του
υπερθετικού βαθμού. Μονάδες 2
γ) Να γραφεί η γενική
και δοτική του άλλου αριθμού των παρακάτω τύπων του κειμένου (η αντωνυμία και
το επίθετο στο γένος τους): σύμπαντα, μηνί, τυραννίδι, τι. Μονάδες 4
3.α) ὡς τεθνεὼς εἴην
ὑπὸ Διονυσίου : να γραφεί η ίδια φράση στην ενεργητική διάθεση. Μονάδες 2
β) γένοιτο: να
σχολιαστεί η πρόταση στην οποία ανήκει το ρήμα ( είδος, λειτουργία, εκφορά). Μονάδες 4
γ ) Να συνταχθούν οι παρακάτω λέξεις του
κειμένου:στάσεως, μηνί, ὑπό Διονυσίου, διατεθέντας. Μονάδες 4
ΛΥΣΕΙΣ:
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ
1. Ακόμα δε όσες ιδιότητες υπάρχουν σε μας από
τη φύση πρώτα παίρνουμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα προχωρούμε στις
αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα το οποίο είναι φανερό στην περίπτωση των
αισθήσεων .διότι δεν
αποκτήσαμε τις αισθήσεις επειδή είδαμε πολλές φορές ή ακούσαμε πολλές φορές,
αλλά αντίθετα έχοντάς τις κάναμε χρήση τους, δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει
και ξανακάνει χρήση τους) . τις
αρετές όμως τις αποκτούμε αφού πρώτα τις ασκήσουμε, όπως βέβαια συμβαίνει και
στις άλλες τέχνες .διότι
όσα πρέπει να κάνουμε, αφού τα μάθουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα, όπως για
παράδειγμα γίνονται οικοδόμοι με το να
οικοδομούν και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα .με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες
πράξεις, σώφρονες με το να επιτελούμε σώφρονα έργα και ανδρείοι με το να
κάνουμε ανδραγαθήματα.
Δεν πρέπει
λοιπόν μόνο να
πούμε γενικά ότι (η αρετή είναι)
έξη, αλλά και τι λογής έξη.
2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ 141
«Είκοσι χρόνια … η αλήθεια;»
3. α) Ο
όρος «δύναμις» περικλείει τη σημασία του «δυνάμει» και τη σημασία της
δραστηριότητας. «Δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι.
Ο όρος «ἐνέργεια»
είναι η πραγμάτωση της δυνατότητας (δυνάμεως) που έχει ένα πράγμα ή ένα ον, η
ικανότητα καταβολής προσπάθειας.
Είναι θεμελιώδης στη
φιλοσοφία του Αριστοτέλη η διάκριση -
συχνά αντιθετική – των ενοιών «δύναμις»
και «ἐνέργεια». Γενικά ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η δεύτερη έχει μεγαλύτερη αξία
από την πρώτη. Αυτό συμβαίνει διότι ό,τι δίνεται από τη φύση είναι έξω από τον
έλεγχο του ανθρώπου . άρα
αυτό που μετράει είναι το να αποκτήσει ο άνθρωπος τη συνήθεια των αρετών, να
μετατρέψει δηλαδή κάτι που δεν είναι έμφυτο και υπάρχει δυνάμει σε ενέργεια.
Αξίζει να ειπωθεί ότι στο κείμενο ο
Αριστοτέλης συνδέει «τάς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τάς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας
ότι «αἱ δυνάμεις» έχουν χρονική μόνο προτεραιότητα έναντι των «ἐνεργειῶν»
β) Το ανιθετικό ζεύγος
«δύναμις – ἐνέργεια» ο Αριστοτέλης το χρησιμοποιεί ως ένα ακόμη επιχείρημα για
την άποψη του ότι «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται». Για να
καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό ο φιλόσοφος στηρίζεται στον εξής συλλογισμό: α.
Σε όσα έχουμε εκ φύσεως η «δύναμις» προηγείται χρονικά και έπεται η «ἐνέργεια»
( «Ἔτι ὅσα … ἀποδίδομεν»). β) Τις αρετές τις αποκτούμε αφού ενεργήσουμε («τάς
δ’ … πρότερον»).
Για την πρώτη προκείμενη χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τις αισθήσεις, τις
οποίες βέβαια τις έχουμε ευθύς εξαρχής και τις ενεργοποιούμε στη συνέχεια («
«ὅπερ … ἔσχομεν» )
Για τη δεύτερη προκείμενη χρησιμοποιεί την
αναλογία με τις τέχνες («ὥσπερ … κιθαρισταὶ»). Επιστρατεύεται και πάλι το
παράδειγμα ( του οικοδόμου,του κιθαριστή, και αναλογικά
του δίκαιου,του σώφρονα, του ανδρείου ), για να ισχυροποιηθούν τα λεγόμενά του.
Η επιχειρηματολογία λοιπόν του Αριστοτέλη,
δομημένη με τη βοήθεια της αντίθεσης, της αναλογίας και των παραδειγμάτων,
οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμά του.
4. Ο Αριστοτέλης στην
αρχή του αποσπάσματος έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρετή έιναι έξη
(«Δεῖ .. ἕξις») Αφού λοιπόν έχει ορίσει το γένος της αρετής, τώρα πια θέτει το
ερώτημα τι είδους έξη είναι η αρετή,
ποια δηλαδή είναι η ειδοποιός διαφορά της («ἀλλὰ καὶ ποία τὶς») – αφού, εφόσον
η έξη είναι αποτέλεσμα όμοιων ενεργειών, η ποιότητά της εξαρτάται από την
ποιότητα των ενεργειών .
μπορεί λοιπόν να είναι αξιόλογη αλλά και
ανάξια λόγου. Η απάντηση είναι ότι αρετή κάθε πράγματος είναι εκείνη η έξη
που κάνει αφενός το ίδιο το πράγμα
τέλειο και αφετέρου το έργο του αποτελεσματικό, εκτελεσμένο με τον σωστό τρόπο
(«Ῥητέον … ἀποδίδωσιν»). Η αριστοτελική αρετή έχει εδώ ευρύ περιεχόμενο και
μπορεί να αποδίδεται ακόμα και σε ζώα ή πράγματα. Η τεκμηρίωση της θέσης του
στηρίζεται και εδώ σε δύο παραδείγματα – αρετή ματιού και ίππου-
(«οἷον…πολεμίους»).
Παρομοίως ορίζεται και
η ανθρώπινη αρετή: είναι η έξη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο καλό και τον βοηθά να εκτελέσει σωστά το έργο για
το οποίο είναι προορισμένος (« καὶ ἡ τοῦ
ἀνθρώπου … ἀποδώσει»).
Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη του επιρρήματος «εὖ» και του επiθέτου «ἀγαθὸς» στο απόσπασμα, αφού τονίζει τα δύο κύρια στοιχεία της
αρετής: τις συνέπειές της στο υποκείμενό της και στο έργο του.
5. Στο πρώτο απόσπασμα
ο φιλόσοφος, προκειμένου να επιχειρητολογήσει υπέρ του ότι οι ηθικές αρετές δεν
υπάρχουν εκ φύσεως αλλά είναι αποτέλεσμα των ενεργειών μας, αναφέρει πως σε ό,τι έχουμε από τη φύση μας πρώτα
παίρνουμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα ενεργούμε («ἔτι ὅσα … ἀποδίδομεν»).
Ως παράδειγμα για τη θέση του αυτή αναφέρει
τις αισθήσεις και μάλιστα την
όραση και την ακοή («οὐ γὰρ … ἐλάβομεν»). Στο σημείο αυτό προσεγγίζει την
έννοια «αρετή» με το ηθικό της
περιεχόμενο και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αποκτώνται οι αισθήσεις
(«ἀλλ΄ ἀνάπαλιν … ἔσχομεν») για να καταδείξει την αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων
και των ενεργειών.
Στο δεύτερο απόσπασμα,
προσεγγίζοντας τον ορισμό της αρετής και εστιάζοντας στην ειδοποιό διαφορά της
έξης που είναι αρετή, δίνει ευρύ περιεχόμενο στον όρο, αφού η αρετή μπορεί να
αποδίδεται ακόμα και σε ζώα ή πράγματα. Τα παραδείγματα και εδώ ενισχύουν το
συλλογισμό του, και η αρετή του ματιού είναι ένα από αυτά. Είναι όμως προφανές
ότι εδώ ο φιλόσοφος αναφέρεται στην οξύτητα της όρασης, στη θετική δηλαδή ικανότητα του οφθαλμού
και όχι απλώς στην απόκτηση της αίσθησης. Συνεπώς αντίφαση δεν υπάρχει.
6. Α)
δωρεά: ἀποδίδομεν
(άλλες: ἀποδίδωσιν, ἀποδώσει)
ύποπτος: ἰδεῖν (
άλλες: ὀφθαλμόν,ὀφθαλμοῦ,ὁρῶμεν)
ανδροπρεπής: ἀνδρεία
(άλλη: ἀνδρεῖοι)
σπουδαστής: σπουδαῖον
άφαντος:φανερόν
σχολείο:ἔχοντες
(άλλες: ἔσχομεν,ἕξις, ἔχον, ἔχει)
Β)
οἰκοδόμοι:
οἶκος + δομέω-ῶ
ἀποδίδομεν: ἀπὸ +
δίδωμι
ἐπιβάτην: ἐπὶ + βαίνω
ἀποτελεῖ: ἀπὸ + τελέω
-ῶ
ΑΔΙΔΑΚΤΟ
1. Όταν ήλθα λοιπόν,
βρήκα σε μεγάλη πολιτική αναταραχή όλα όσα αφορούσαν το Διονύσιο . βοηθούσα λοιπόν όσο μπορούσα, τον τέταρτο όμως ίσως
μήνα ο Διονύσιος εξόρισε το Δίωνα με ατιμωτικό τρόπο, αφού τον επιβίβασε σε
μικρό πλοίο, κατηγορώντας τον ότι επιβουλεύεται την τυραννίδα . όλοι οι φίλοι βέβαια του
Δίωνα φοβόμασταν τα μετά απ΄αυτό (:τα επακόλουθα) . για εμένα δε, διαδόθηκε κάποια φήμη στις Συρακούσες
ότι τάχα είχα θανατωθεί από το Διονύσιο, ως υπαίτιος όλων όσων είχαν γίνει.
Αυτός όμως, επειδή αντιλαμβανόταν ότι όλοι μας βρισκόμασταν σε τέτοια
κατάσταση, επειδή φοβόταν μήπως συμβεί κάτι μεγαλύτερο εξαιτίας των φόβων μας,
και με καθησύχαζε και με συμβούλευε να έχω θάρρος και με παρακαλούσε με κάθε
τρόπο να παραμείνω.
2. α) Υποτ.: διίῃς, δέῃ
Προστ: δίιθι, δέου
β) σμικρόν: σμικρότατον
ἥκιστα (επίρρημα)
ἐλάχιστον
φίλοι: φιλαίτατοι
φίλτατοι
γ) Γεν.: σύμπαντος - μηνῶν
- τυραννίδων - τινῶν
Δοτ.:
σύμπαντι - μησί(ν) - τυραννίσι(ν) - τισί(ν)
3.α) ὡς Διονύσιος ἀπεκτονώς εἲη ἐμέ.
β) μή…τι: δευτερεύουσα
ονοματική ενδοιαστική πρόταση, που λειτουργεί ως αντικείμενο στη μετοχή
«φοβούμενος». Εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου ( γένοιτο) διότι ο
ρηματικός τύπος εξάρτησης (φοβούμενος) είναι ιστορικού χρόνου (αφού εξαρτάται
από τα ρήματα ιστορικού χρόνου «παρεμυθεῑτο», «διεκελεύετο», «ἐδεῑτο») και
διότι εκφράζει φόβο στο παρελθόν κατά τη γνώμη του υποκειμένου.
γ) στάσεως:
γενική αντικειμενική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός στο «μεστά».
μηνί: δοτική ως επιρρηματικός
προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα «ἐξέβαλεν».
ὑπό Διονυσίου: εμπρόθετη γενική ως
επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο ρήμα «τεθνεώς εἲην».
διατεθέντας: κατηγορηματική
μετοχή που αναφέρεται στο «ἡμᾶς», αντικείμενο της μετοχής «αἰσθανόμενος», από
την οποία και εξαρτάται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου