Πρωτότυπο κειμενο (Ενότητα
12):
Α)
Τὶ δέ; Τόδε οὐκ εἱκός, ἦν δ’
ἐγώ,
καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε
τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν
ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς
μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα,
οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν
ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις
ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι,
μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.
Τὸ
ποῖον δή;
Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν
παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ
τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.
Πρωτότυπο κειμενο (Ενότητα
3):
Β) Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν˙ οἱ γὰρ νομοθέται
τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομοθέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας
ἀγαθὴ φαύλης. Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ
διὰ τῶν
αὐτῶν καὶ γίνεται
πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται, ὁμοίως
δὲ
καὶ
τέχνη˙ ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί.
Ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες˙ ἐκ μὲν
γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί. Εἰ γὰρ μὴ
οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξαντος, ἀλλὰ
πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Να μεταφραστεί το κείμενο Β. [Μονάδες: /10]
2.
Ποιος είναι ο ρόλος των φιλοσόφων (τάς τε βελτίστας φύσεις), ό‐ πως παρουσιάζεται στο κείμενο Α, και ποιος ο ρόλος των νομοθε‐ τών, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο Β; Να συγκρίνετε
το ρόλο του φιλοσόφου και του νομοθέτη,
να αναφερθείτε στο σκοπό της δράσης τους και να αξιολογήσετε τη σημασία του καθενός. [Μονάδες: /15]
3.
καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης: Να σχολιά‐ σετε, από
όλες
τις απόψεις, την παραπάνω φράση του κειμένου Β επιμένοντας
κυρίως στους προβληματισμούς που προκύπτουν από αυτή. [Μονάδες:
/15]
4.
Τι γνωρίζετε για τη διάλεξη
ως μέθοδο των σοφιστών και ποιες
είναι οι αντιρρήσεις του Σωκράτη ως προς αυτήν. [Μονάδες:
/10]
5.
Μαρτυρεῖ, ἐθίζοντες, ἁμαρτάνουσιν, φθείρεται,
διδάξαντος: Να γράψετε ένα συνώνυμο στην αρχαία ελληνική και ένα ομόρριζο της νεοελληνικής για κάθε μία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
[Μονάδες:
/10]
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
1. (Τα
παραπάνω) τα επιβεβαιώνει και αυτό που συμβαίνει στα κράτη˙ οι νομοθέτες δηλαδή να κάνουν τους
πολίτες καλούς
με τον
εθισμό, και αυτή είναι η
θέληση κάθε νομοθέτη,
ενώ όσοι δεν το κάνουν αυτό σωστά δεν
πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν˙ σ’ αυτό
εξάλλου και διαφέρει το ένα πολίτευμα από το άλλο, το καλό από
το λιγότερο καλό. Ακόμα, κάθε αρετή και γεννιέται και φθείρεται για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια μέσα ‐ το ίδιο και
κάθε τέχνη˙ γιατί παίζοντας κιθάρα
γίνονται και οι καλοί και οι κακοί
κιθαριστές˙ και με
ανάλογο τρόπο
και οι οικοδόμοι και
όλοι οι άλλοι τεχνίτες. Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν
καλοί οικοδόμοι, όμως χτίζοντας με κακό τρόπο, κακοί. Γιατί,
αν δε συνέβαιναν έτσι τα πράγματα,
καθόλου δε θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή
τους.
2.
Στο κείμενο Α ο Σωκράτης υποστηρίζει πως χρέος των φιλοσόφων,
που κατόρθωσαν χάρη στη σωστή παιδεία να ανεβούν
από το σπήλαιο της απαιδευσίας και της πλάνης στον επάνω κόσμο, είναι να
μην ασχολούνται μόνο με τις πνευματικές τους αναζητήσεις και να μην
απέχουν από την ενεργό πολιτική.
Αντίθετα,
πρέπει να κατεβούν στο σπήλαιο, να ασχοληθούν με πρακτικά ζητήματα
και να φωτίσουν όλους τους απλούς ανθρώπους που ζουν ακόμη στην πλάνη του σπηλαίου.
Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που είναι
εξαιρετικές φύσεις, οι
προικισμένοι με ικανότητες, πρέπει να αναγκάζονται
να ανεβαίνουν και να γνωρίζουν
το αγαθό. Στη συνέχεια, επειδή θα
θέλουν να παραμείνουν εκεί για πάντα, δεν πρέπει αυτό να τους
επιτραπεί, αλλά και πάλι να αναγκάζονται να κατεβαίνουν στη σπηλιά, στην ενεργό πολιτική, και
να αναλαμβάνουν να κυβερνήσουν και να ωφελήσουν με τις γνώσεις και την αρετή τους την πόλη ολόκληρη, να αναλάβουν
το έργο της διαφώτισης και διακυβέρνησης των δεσμωτών. Αυτή είναι η θέση και αυτός ο ρόλος και
το χρέος τους (πρόκειται για τους φύλακες και γενικά για τους άρχοντες της πλατωνικής πολιτείας).
Από την
άλλη μεριά στο κείμενο Β το θέμα για
το οποίο γίνεται λόγος είναι η σχέση ηθικής
αρετής και πράξης, και πρέπει να δειχτεί ότι η ηθική αρετή δεν είναι
εκ φύσεως, αλλά καλλιεργείται και κατακτιέται με
την
ηθική
πράξη. Για να στηριχτεί αυτή η θέση, ο Αριστοτέλης
μεταφέρεται στο χώρο της
πολιτικής φέρνοντας τώρα ένα
νέο επιχείρημα, σαν «μαρτυρία» (μαρτυρεῖ δὲ ...). Και το επιχείρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι
νομοθέτες, με
την
προϋπόθεση βέβαια ότι προσπαθούν, με τον εθισμό
στις καλές πράξεις, να κάνουν τους πολίτες να αποκτήσουν ηθική
αρετή ‐ αυτό είναι η
πρόθεση και ο στόχος τους, στο γενικό πλαίσιο της
επιδίωξης του
καλού
των πολιτών.
Υποστηρίζει λοιπόν ότι οι
νομοθέτες,
με τους
νόμους
που
ψηφίζουν, θέλουν να κάνουν καλούς τους πολίτες
ασκώντας τους να αποκτούν τις συγκεκριμένες συνήθειες. Και η άσκηση αυτή έχει την ίδια σημασία
μ’ αυτήν
που
έχει
και
η
άσκηση στις
τέχνες. Όπως οι νομοθέτες επιδιώκουν
να κάνουν ἀγαθούς τους πολίτες τους
με τον εθισμό και την άσκηση, έτσι και
οι κάτοχοι μιας τέχνης
επιδιώκουν να κάνουν καλούς τεχνίτες τους μαθητές τους. Η συνάφεια μάλιστα υπάρχει και στο γεγονός
ότι όπως το έργο των νομοθετών, παρά την κοινή τους επιδίωξη, δεν έχει πάντοτε την ίδια επιτυχία (δε γίνονται όλοι οι
πολίτες το ίδιο ενάρετοι), έτσι και οι τεχνίτες δε βλέπουν όλους τους μαθητές
τους να μαθαίνουν το ίδιο καλά την
τέχνη που τους διδάσκεται.
Το
γενικό, βέβαια, συμπέρασμα
στο οποίο θέλει να καταλήξει είναι ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει
στον άνθρωπο από τη φύση
του, γιατί
τότε και οι νομοθέτες
δε θα επιδίωκαν
να
κάνουν καλούς τους πολίτες με την άσκηση
και τον εθισμό.
Ωστόσο, άλλοι από τους νομοθέτες οργανώνουν σωστά τον εθισμό των πολιτών και πετυχαίνουν το
στόχο τους (υλοποιούν
με επιτυχία την επιδίωξή
τους μέσω των νόμων), άλλοι όμως
θεσπίζουν τέτοιους νόμους,
οι οποίοι δεν κάνουν
σωστά
τον
εθισμό, με αποτέλεσμα οι νομοθέτες
να πέφτουν έξω, να αποτυχαίνουν και να μην ασκούν τους πολίτες
έτσι, ώστε αυτοί να αποκτήσουν ηθική αρετή. Εξάλλου
αυτή είναι και η αιτία που δια‐ φοροποιεί
τα πολιτεύματα
σε
καλά
και σε λιγότερο καλά: η επιτυχία ή η αποτυχία στο ἐθίζειν τους
πολίτες.
Σύμφωνα
λοιπόν με τα δύο παραπάνω
κείμενα οι φιλόσοφοι από τη μια μεριά είναι υπεύθυνοι
για τη σωστή πολιτική
οργάνωση της πολιτεία και για την κατάκτηση και τη μετάδοση της παιδείας,
ενώ από την άλλη οι νομοθέτες είναι υπεύθυνοι για τη μετάδοση και την κατάκτηση
της
ηθικής
αρετής. Ωστόσο, παρόλο
που
ο
ρόλος τους δεν φαίνεται
κοινός, στην ουσία σχετίζεται, καθώς και οι δύο με διαφορετικό
τρόπο
και ρόλο
πετυχαίνουν τον ίδιο πολιτικό στόχο, δηλαδή την ομαλή
κοινωνική και πολιτική συμβίωση των πολιτών σε
μια πόλη κράτος, καθώς από τη μια οι φιλόσοφοι τη διοικούν και την «εκπαιδεύουν», ώστε
να λειτουργεί σωστά, ενώ από την
άλλη οι νομοθέτες φροντίζουν για τη διαμόρφωση ηθικών πολιτών, που λειτουργούν ευνομούμενοι στην πόλη
κράτος και έτσι
αυτή
διέπεται από
ομαλότητα και σωστή διοικητική οργάνωση, αφού τα ηθικά της μέλη συμπεριφέρονται σωστά μέσα σε αυτή.
3.
Η φράση αυτή του κειμένου δημιουργεί πολλαπλό προβληματισμό και πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
Ως προς το περιεχόμενό της.
Το θέμα που εξετάζει ο Αριστοτέλης
είναι η απόκτηση της ηθικής αρετής. Έτσι, η αναφορά των πολιτευμάτων και η διάκρισή τους σε δύο κατηγορίες (σε καλά και
σε λιγότερο καλά) δίνει
την
εντύπωση ότι το κείμενο απομακρύνεται από το θέμα. Όμως ο Αριστοτέλης
δεν αναφέρεται στα πολιτεύματα κατά παρέκβαση, ανεξάρτητα ή εμβόλιμα,
αλλά συνδέει την αξία τους με την αρετή των
πολιτών, την οποία αυτοί
κατακτούν με μεγαλύτερη ή με μικρότερη επιτυχία,
ανάλογα με τη συμβολή των νομοθετών. Επομένως η αναφορά
στην αξία των πολιτευμάτων απορρέει
από
το θέμα της αρετής
και είναι περιστασιακή.
Ως προς τη θέση
των
λέξεων. Η κανονική σειρά των λέξεων μέσα στη φράση
θα ήταν: διαφέρει πολιτεία ἀγαθὴ πολιτείας φαύλης.
Όμως οι λέξεις της φράσης βρίσκονται μέσα στο κείμενο
σε διαφορετικές θέσεις: πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλη. Αυτό οφείλεται ίσως
και πάλι στο γεγονός ότι τα κείμενα
του Αριστοτέλη είναι
προσωπικές σημειώσεις, βοηθητικές για την
προφορική διδα‐ σκαλία του, και
επομένως
σε μερικά σημεία έχουν κάποια χαρακτηριστικά (συντομία,
ελλειπτικότητα κ.λπ.) του προφορικού
λόγου.
Οι
φιλόλογοι συμφωνούν ότι σ’ αυτό το σημείο τη διατύπωση του
Αριστοτέλη τη χαρακτηρίζει συντομία
και ελλειπτικότητα. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη θέση που έχουν οι επιθετικοί προσδιορισμοί («ἀγαθή»,
«φαύλης») στο τέλος της πρότασης (αντί: «πολιτεία ἀγαθὴ πολιτείας
φαύλης»), είναι φανερό ότι όλα αυτά
αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά του προφορικού
λόγου, που «προϋποθέτει σε μεγαλύτερο βαθμό την
οξύνοια και τη μνήμη του ακροατή» (Δ. Λυπουρλή, Αριστοτελικά
Μελετήματα).
Είναι βέβαιο πως
ο
Αριστοτέλης (όπως και ο Πλάτων
σε
αρκετά σημεία του έργου του) επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να αποδώσει τον φυσικό και αβίαστο προφορικό λόγο,
αφού
μόνο μ’ αυτόν σου επιτρέπεται να συμπληρώσεις
τη φράση σου με διάφορους
προσδιορισμούς «εκτός σειράς».
Ο Δ.
Λυπουρλής υποστηρίζει
ότι ο
Αριστοτέλης εδώ χρησιμοποιεί
συνειδητά
αυτόν
τον
εκφραστικό τρόπο,
γιατί
η
χρήση των δύο επιθέτων στο τέλος του παραδείγματος πετυχαίνει την επανασύνδεση με το συζητούμενο θέμα, που είναι «η
αρετή και οι διάφορες
βαθμίδες από τις οποίες περνά
ο άνθρωπος στην
προσπάθειά του να
την
κατακτήσει» και όχι
βέβαια η διαφορά ανάμεσα στα πολιτεύματα. Τοποθετώντας, δηλαδή, ο Αριστοτέλης τα επίθετα ἀγαθὴ και φαύλης στο τέλος της φράσης πετυχαίνει να μας θυμίσει ότι «κάθε
φορά που μιλούμε για διαφορά πολιτεύματος από
πολίτευμα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην ουσία πρόκειται για διαφορά ως προς την πρόοδο των πολιτών στον τομέα της
αρετής».
Ως προς τη σημασία της λέξης
φαύλης. Το επίθετο φαῦλος (= ευτελής, ασήμαντος,
κακός) στο κείμενο έχει διαφορετική σημασία από
την κανονική: όταν κάνει λόγο ο Αριστοτέλης για
φαύλην πολιτείαν, εννοεί όχι
το κακό πολίτευμα, αλλά το λιγότερο καλό, το υποδεέστερο. Αυτό σημαίνει ότι δεν
υπάρχουν κακά πολιτεύματα
αλλά ότι όλα είναι καλά, άλλο σε μεγαλύτερο και άλλο σε μικρό‐ τερο βαθμό. Αυτή η
αξιολογική διαβάθμιση (ανώτερα και κατώτερα
πολιτεύματα) απορρέει από το μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό επιτυχίας της
προσπάθειας των νομοθετών
να εθίσουν τους πολίτες στην αρετή. Αυτός ο βαθμός επιτυχίας είναι το κριτήριο της διάκρισης της πολιτείας σε ἀγαθὴν και φαύλην.
Το παραπάνω κριτήριο για τη διάκριση της
πολιτείας σε
ἀγαθὴν και φαύλην θα μπορούσαμε
να το συσχετίσουμε με τη σημερινή πραγματικότητα: Στόχος του σημερινού κράτους είναι η τάξη και η ασφάλεια, και ο ρόλος του είναι πολλαπλός, στο πλαίσιο της πολυπλοκότητάς του. Έτσι, το σύγχρονο
κράτος δικαίου διαιτητεύει
στις συγκρούσεις κοινωνικών ομάδων και τάξεων, φροντίζει για τη λειτουργία της αγοράς, ρυθμίζει
θέματα αδυνάτων (ανέργων,
αναξιοπαθούντων κ.λπ.), υπερασπίζεται
και εγγυάται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών (το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας, της εργασίας, της
σύνταξης), χωρίς βέβαια να κινείται έξω από τους κανόνες της ηθικής.
Ωστόσο, η ηθική
σήμερα εμπίπτει στο πλαίσιο κυρίως της δικαιοδοσίας της θρησκείας, ενώ το νομικό
και το ηθικό δίκαιο είναι διαφορετικά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα κριτήρια για
την αξιολόγηση ενός σύγχρονου
κράτους δεν είναι ηθικά.
4. Η
δεύτερη
σοφιστική μέθοδος
είναι
η
διάλεξη
την
οποία
ο Σωκράτης
δε διστάζει να ειρωνευτεί και να υπονομεύσει με κάθε τρόπο. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως έχει πολύ κακή
μνήμη και του είναι
αδύνατον, όταν ακούει μια μακροσκελή διάλεξη πάνω σε κάποιο
θέμα, να συγκρατεί όλες τις λεπτομέρειες!
Τι σημαίνει αυ‐ τό στην πραγματικότητα; Πως σε μια διάλεξη, ο ομιλητής εκθέτει
διάφορες ιδέες τις οποίες ο ακροατής
δεν έχει καν το χρόνο να εξετάσει. Επομένως,
η
μέθοδος
της διάλεξης είναι μέθοδος πειθούς, όχι μέθοδος προσέγγισης
και κατάκτησης της αλήθειας.
Μπορεί, συνεπώς, να είναι καλή για τις πολιτικές
συνελεύσεις και τα δικαστήρια, αλλά σίγουρα όχι για τη φιλοσοφία, που σκοπός της είναι η αναζήτηση της
αλήθειας.
5. μαρτυρεῖ – συνώνυμο: ὁμολογεῖ –
ομόρριζο: μάρτυρας
ἐθίζοντες ‐
συνώνυμο: ἀσκοῦντες – ομόρριζο:
εθισμός
ἁμαρτάνουσιν –
συνώνυμο: ἀποτυγχάνουσι– ομόρριζο: αμαρτωλός
φθείρεται –
συνώνυμο: ἀφανίζεται – ομόρριζο: φθορά
διδάξαντος – συνώνυμο:
συμβουλεύσαντος – ομόρριζο: διδασκαλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου